Μάιος - Ιούνιος 2013
Ο Γιώργος έβλεπε με νοσταλγία τ’ άλλα παιδιά που κυκλοφορούσαν με τα ποδήλατά τους. Οι γονείς του όμως, επειδή δεν τους περίσσευαν χρήματα για να του αγοράσουν, του απέκλεισαν κάθε ενδεχόμενο.
Ο Γιώργος κάθε φορά περνούσε από το ποδηλατάδικο και καμάρωνε το κόκκινο γυαλιστερό ποδήλατο που ήταν στη βιτρίνα. Ήταν πολύ ωραίο, με το φως και το κουδούνι του. Είχε και ένα καλαθάκι για να κουβαλάει τα βιβλία του. Μάλιστα πρόσεξε ότι ο ποδηλατάς κατέβασε την τιμή, γιατί ήταν περίοδος εκπτώσεων και το είπε στη μητέρα του. Εκείνη όμως το απέκλειε.
- Μα είναι φτηνό και είναι ευκαιρία, επέμενε ο Γιώργος.
- Ο Θεός αν θέλει και όταν θέλει, Εκείνος μπορεί να σου δώσει ένα ποδήλατο, είπε η μητέρα του με πεποίθηση.
- Αχ και να ήμουν μεγαλύτερος, θα δούλευα και θα το αγόραζα δίχως να ρωτήσω κανέναν, μουρμούρισε ο Γιώργος και κλότσησε με θυμό τα στοιβαγμένα φύλλα στο πεζοδρόμιο. Τότε ένοιωσε στο παπούτσι του κάτι σκληρό και έσκυψε στα μουσκεμένα φύλλα. Με έκπληξη είδε να ξεπροβάλλει ένα μαύρο δερμάτινο πορτοφόλι. Δεν πίστευε στα μάτια του! Το έψαξε και είδε ότι μέσα υπήρχαν αρκετά χαρτονομίσματα! Ο Γιώργος τα μέτρησε… και ήταν τόσα όσα χρειαζόταν για ν’ αγοράσει το ποδήλατο που λαχταρούσε. Όνομα και διεύθυνση ευτυχώς δεν βρήκε. «Ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει ο Θεός να μου δώσει το ποδήλατο! Εφόσον δεν ξέρω σε ποιον ανήκει, θα το κρατήσω για δικό μου»,σκέφτηκε.
Τώρα έπρεπε να βιαστεί για να προλάβει πριν κλείσει το κατάστημα. Έβαλε το πορτοφόλι στην τσέπη κι άρχισε να τρέχει χαμογελαστός και χαρούμενος, καθώς φανταζόταν τον εαυτό του πάνω στο καινούργιο κόκκινο ποδήλατο.
Στο δρόμο τον συνάντησε, ξαφνικά, ο φίλος του ο Κώστας και τον ρώτησε. «Πού πηγαίνεις έτσι αλαφιασμένος;»
- Πηγαίνω ν’ αγοράσω εκείνο το κόκκινο ποδήλατο που είναι στη βιτρίνα, απάντησε με ύφος μεγάλου άντρα, ο Γιώργος.
- Ποιος σου έδωσε χρήματα; θέλησε να μάθει ο Κώστας.
- Ο Θεός μου τα έστειλε, είπε ο Γιώργος, δίχως να σταματήσει να τρέχει. Ο Κώστας που δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε, συνέχισε να τον ακολουθεί.
- Μπορώ να ’ρθω κι εγώ μαζί σου; τον ρώτησε
- Έλα και κάνε γρήγορα, για να προλάβουμε, του είπε ο Γιώργος λαχανιασμένος. Όταν όμως φτάσανε στο κατάστημα το βρήκαν κλειστό και ο Γιώργος έσπρωξε την πόρτα με μανία για να βεβαιωθεί.
- Τώρα θα πρέπει να περιμένω μέχρι αύριο, είπε θυμωμένος.
- Δεν πειράζει, το αύριο θα έρθει γρήγορα, τον παρηγόρησε ο φίλος του. Έμειναν εκεί για λίγη ώρα σιωπηλοί και καμάρωσαν το ποδήλατο. Ύστερα από λίγο ο Κώστας διέκοψε τη σιωπή λέγοντας.
- Είσαι σίγουρος ότι έχεις όλο το ποσό για να αγοράσεις το ποδήλατο; Ο Γιώργος έβγαλε με καμάρι το δερμάτινο πορτοφόλι από την τσέπη και του έδειξε τα χαρτονομίσματα. Ο Κώστας έμεινε έκπληκτος.
- Μα αυτά είναι πολλά λεφτά! Ποιος σου τα έδωσε;
- Τα βρήκα, είπε κοφτά ο Γιώργος.
- Και δεν σκέφτηκες να παραδώσεις το πορτοφόλι; τον ξάφνιασε ο Κώστας.
- Όχι, βέβαια. Αφού δεν έχει όνομα και δεν ξέρω σε ποιον ανήκει. Μετά από λίγο όμως ο Γιώργος χαμήλωσε τη φωνή του και συνέχισε. Να σου πω την αλήθεια, αυτό ούτε που μου πέρασε από το νου.
- Είναι σαν να τα κλέβεις τα χρήματα, αν τα κρατήσεις δίχως να κάνεις κάποια προσπάθεια για να βρεις τον κάτοχό τους, τον μάλωσε ο Κώστας.
- Ο Γιώργος κατάλαβε ότι η επίμονη επιθυμία του να αποκτήσει το ποδήλατο τον είχε κυριέψει και άρχισε να νιώθει άβολα. Έτσι ο Κώστας του πρότεινε:
- Θέλεις να πάμε μαζί στο Αστυνομικό Τμήμα να το αναφέρουμε; Και αν δεν βρεθεί ο κάτοχός του, τότε θα γίνουν τα λεφτά δικά σου.
Ο Γιώργος συμφώνησε, ενώ από μέσα του, ευχόταν να μην υπάρχει κάτοχος. Απογοητεύτηκε όμως όταν ο αστυνομικός της υπηρεσίας τον βεβαίωσε πως μια φτωχιά γιαγιούλα, που ζούσε μόνη της, δήλωσε ότι έχασε ένα πορτοφόλι σαν κι αυτό.
- Θέλεις να πάμε μαζί στο σπίτι της για να της το παραδώσεις εσύ ο ίδιος; ρώτησε ο αστυνόμος το Γιώργο που δεν φαινόταν και πολύ πρόθυμος. Ο Κώστας πήρε το λόγο:
- Μάλιστα κύριε. Θα έρθουμε μαζί σας. Ύστερα από λίγο το αμάξι σταμάτησε μπροστά σ’ ένα χαμόσπιτο. Η ηλικιωμένη γυναίκα που έμενε εκεί αναγνώρισε το πορτοφόλι και είπε φανερά συγκινημένη:
- Ο γιος μου έστειλε τα χρήματα αυτά για να πληρώσω τους λογαριασμούς μου. Ήμουν πολύ στενοχωρημένη που τα έχασα. Πόσο χαίρομαι που τα βρήκες αγόρι μου. Θέλω κι εγώ να σου δώσω κάτι για την αμοιβή σου, είπε και κοίταξε γύρω. Και τότε της ήρθε μια ιδέα:
- Έχεις ποδήλατο; Τον ρώτησε.
- Όχι, αλλά πολύ θα ήθελα να είχα ένα, είπε με προσδοκία ο Γιώργος. Η γυναίκα είπε να την ακολουθήσουν και τους έδειξε ένα ποδήλατο, που ο εγγονός της το άφησε πριν μερικά χρόνια. Μπορείς να το πάρεις αν το θέλεις, είπε στο Γιώργο.
- Α! Είναι πολύ καλό, φώναξε χαρούμενος. Θ’ αγοράσουμε κόκκινη μπογιά και θα το βάψουμε μαζί με τον Κώστα. Θα γίνει σαν καινούργιο. Τα παιδιά χάρηκαν κι ευχαρίστησαν τη γυναίκα.
Καθώς ο Γιώργος έβγαινε από την αποθήκη τσουλώντας το ποδήλατο, θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας του και σκέφτηκε ότι πραγματικά ο Θεός έχει τους δικούς του τρόπους για να εκπληρώνει τις ανάγκες των παιδιών του.
Ο Θεός παιδιά μου είναι Εκείνος που μας υπόσχεται: «Όλες τις ανάγκες μας θα τις καλύψει σύμφωνα με τον πλούτο Του, που μας χαρίζει δια του Ιησού Χριστού, για να δοξάζεται η αγαθότητά Του» (Φιλιππησίους 4:19) και Εκείνος πάντοτε έχει το δικό Του τρόπο για να πραγματοποιεί την κάθε υπόσχεσή Του.
Μάρτιος - Απρίλιος 2013
Απέναντι από το σπίτι της Μαργαρίτας ήταν μια βίλα με ένα πανέμορφο κήπο γεμάτο λουλούδια. Ένας κηπουρός πάντα φρόντιζε τον κήπο. Η Μαργαρίτα ήθελε πολύ να δει τον κήπο από κοντά και έτσι μια μέρα πήρε την αδελφούλα της, τη Ράνια, και στάθηκε όσο μπορούσε πιο κοντά για να θαυμάσει τα πολύχρωμα λουλούδια. Ο κηπουρός πρόσεξε τα δυο κοριτσάκια και χαμογέλασε. Έτσι η Μαργαρίτα πήρε θάρρος και τον ρώτησε: «Μπορούμε να μπούμε μέσα για να χαρούμε τον όμορφο κήπο που τον φροντίζετε»;
Πρόθυμος ο κηπουρός τούς άνοιξε την πόρτα για να περάσουν και τους εξήγησε: «Ακολουθήστε τους διαδρόμους και προσοχή, μην κόψετε τα λουλούδια».
Το πρόσωπο της Μαργαρίτας έλαμψε από χαρά και χαμογελαστή είπε στο κηπουρό: «Σας ευχαριστούμε και σας υποσχόμαστε ότι δεν θα κόψουμε κανένα λουλούδι».
Η Μαργαρίτα πήρε τη Ράνια από το χέρι και έτσι τα δυο κοριτσάκια περπατούσαν και θαύμαζαν τα λουλούδια. Σε κάποια στιγμή όμως η Ράνια βαρέθηκε, άφησε το χέρι της Μαργαρίτας και ανέβηκε στα πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν στις τριανταφυλλιές. Ξαφνικά η Μαργαρίτα άκουσε τη Ράνια να κλαίει και αμέσως τρέχοντας ανέβηκε τα σκαλιά. Όταν έφτασε κοντά στην αδελφούλα της την είδε κλαμένη, ενώ μια στοίβα από ροδοπέταλα ήταν γύρω της σκορπισμένα. Αμέσως τις έβαλε τις φωνές:
- Ράνια τι είναι αυτό που έκανες; Η Ράνια κλαμένη της έδειξε το δακτυλάκι της που ήταν πληγωμένο.
- «Ένα αγκάθι με τσίμπησε» προσπάθησε να τις εξηγήσει. Η Μαργαρίτα όμως, που ίσως δεν κατάλαβε, συνέχιζε να μαλώνει την αδελφούλα της.
- «Δες τι ζημιά έκανες και ξέχασε το δάκτυλό σου».
Η Ράνια δε μπορούσε να καταλάβει για πιο λόγο γινόταν όλη η φασαρία. Η Μαργαρίτα όμως ήταν σίγουρη ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο κηπουρός τις άφησε στον ανθόκηπο και έτσι της ήρθε μια ιδέα. Αν έφευγαν κρυφά, ίσως ο κηπουρός θα νόμιζε ότι κάποιο άλλο παιδάκι μάδησε τα τριαντάφυλλα. Άρπαξε λοιπόν τη Ράνια από το χέρι και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο. Ο κηπουρός ήταν σκυμμένος. Έτσι η Μαργαρίτα ψιθύρισε στην αδελφή της:
- «Έλα, κάνε γρήγορα τώρα που κανείς δεν μας βλέπει». Τη στιγμή όμως εκείνη θυμήθηκε ότι κάποιος τη βλέπει. «Κάποιος τα βλέπει όλα και τα ξέρει όλα», της έλεγε ο παππούς της, που τον άκουγε και τον αγαπούσε. Η Μαργαρίτα λοιπόν κοντοστάθηκε και δειλά-δειλά πλησίασε τον κηπουρό. «Κύριε κηπουρέ, λυπάμαι πάρα πολύ γι’ αυτό που έγινε», του είπε κοφτά.
- Γιατί τι έγινε; είπε ο κηπουρός και κοίταξε γύρω.
- Να, η Ράνια είναι ακόμα μικρή και φοβάμαι επειδή δε σας κατάλαβε, έκοψε τα τριαντάφυλλά σας.
- Έλα δείξε μου ποια, είπε ο κηπουρός και την ακολούθησε.
Η Μαργαρίτα του έδειξε τη στοίβα από τα πολύχρωμα ροδοπέταλα και γύρισε, κοιτάζοντάς τον φοβισμένη. Ο κηπουρός όμως δεν φαινόταν θυμωμένος, αντίθετα της χαμογέλασε και της εξήγησε:
- Αυτά δεν τα έκοψε η αδελφούλα σου. Εγώ τα κλάδεψα το πρωί για να κάνω χώρο στα μπουμπούκια. Πάντως χαίρομαι για το θάρρος σου, μικρή μου δεσποινιδούλα, και επειδή ήσουν ειλικρινής. Εσύ και η αδελφούλα σου μπορείτε όποτε θέλετε να έρχεστε για να απολαμβάνετε τον ωραίο μου κήπο.
- Σας ευχαριστώ, απάντησε η Μαργαρίτα και χαρούμενη σκέφτηκε: «Αξίζει να λέω πάντα την αλήθεια και να θυμάμαι ότι ο Θεός πάντοτε με βλέπει».
Κάθε φορά λοιπόν, παιδιά μου, που έχομε τον πειρασμό να πούμε ή να κάνομε κάτι κρυφό και πονηρό, να θυμόμαστε ότι ο Θεός πάντοτε μας βλέπει.
«Κύριε, με διερεύνησες και με γνωρίζεις … από μακριά τις διαθέσεις μου διακρίνεις, το κάθε βήμα μου που κάνω το κατέχεις» (Ψαλμός 139 : 1-3 ).
Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2013
Ο Γιάννης και ο Θωμάς ήταν καλοί φίλοι. Κάνανε πολλά πράγματα μαζί και καμιά φορά ο ένας παρέσυρε τον άλλο σε διάφορες ζαβολιές. Μια μέρα τα παιδιά πήγαν στον τσαγκάρη, γιατί ο Γιάννης χρειαζόταν καινούργιες σόλες στα παπούτσια του. Καθώς όμως επέστρεφαν ο Θωμάς είπε στο Γιάννη… τι ανακάλυψε:
- Είδα μια ροδακινιά στην πίσω αυλή του τσαγκάρη. Είναι φορτωμένη με ώριμα γλυκά ροδάκινα. Τι λες, πάμε να κάνουμε κρούση;
-Δεν το βρίσκω σωστό να κλέψουμε τα ροδάκινα του κυρ-Πέτρου, απάντησε ο Γιάννης, που το στόμα του γέμισε σάλιο από τη λιγούρα.
-Δεν θα πάρουμε πολλά, μόνο όσα φτάνουν για να φάμε οι δυο μας. Έχω ένα καλαθάκι και όταν βραδιάσει θα το γεμίσουμε, του πρότεινε ο Θωμάς.
-Εάν όμως μας πιάσουν; ρώτησε ο Γιάννης.
-Είσαι ένας φοβητσιάρης. Θα σου πω εγώ τον τρόπο που δε θα μας πιάσουν, επέμεινε ο Θωμάς.
Ο πειρασμός ήταν πολύ γλυκός και έτσι ο Γιάννης δε μπόρεσε να αντισταθεί. Έτσι, όταν σκοτείνιασε, τα δυο παιδιά σύρθηκαν ανάμεσα στις καλαμιές και πλησίασαν το δένδρο. Ο Γιάννης κρατούσε το καλαθάκι, καθώς ο Θωμάς έριχνε τα ροδάκινα και, όταν το γέμισαν, απομακρύνθηκαν αθόρυβα και προσεκτικά.
Παρόλο όμως που κανένας δεν τους είδε, ο Γιάννης ένιωθε ενοχή και σε κάποια στιγμή λέει στο Θωμά: «Είμαστε κλέφτες το ξέρεις»;
- Αφού κανένας δε μας είδε, είπε ψιθυριστά ο Θωμάς.
- Αυτό δεν μας δικαιολογεί, εμείς ξέρουμε ότι είμαστε κλέφτες, απάντησε ο Γιάννης.
- Εντάξει, τι θα κάνεις τώρα, είπε ο Θωμάς αρκετά θυμωμένος.
- Θα επιστρέψω τη δική μου τη μερίδα αύριο το πρωί στον κυρ-Πέτρο και θα του ζητήσω συγνώμη, απάντησε ο Γιάννης.
Ο Θωμάς δεν άλλαξε την απόφασή του, ο Γιάννης όμως την επόμενη μέρα πήγε στο τσαγκαράδικο με μια σακούλα γεμάτη κάτω από τη μασχάλη του.
- Γεια σου, νεαρέ μου, είπε ο κυρ-Πέτρος, χαμογελαστός, πως μπορώ να σε βοηθήσω;
- Έχω εδώ μερικά…. είπε ο Γιάννης και κόμπιασε.
- Ναι το ξέρω, απάντησε ο κυρ-Πέτρος, με το ίδιο χαμόγελο. Που είναι όμως ο φίλος σου ο Θωμάς; Ο Γιάννης έμεινε τότε με το στόμα ανοιχτό.
- Δηλαδή μας είδατε, ρώτησε.
Ο κυρ-Πέτρος τότε πήγε μαζί με το Γιάννη στη ροδακινιά, έσκυψε κάτω και του έδειξε κάποιες πατημασιές που έμειναν πάνω στο μαλακό χώμα.
- Απλά σύγκρινα αυτές τις πατημασιές με τις καινούργιες σόλες που σου έβαλα χθες και με τις σόλες του Θωμά, που τις έβαλα πριν από λίγες μέρες. Οι σόλες λοιπόν σας μαρτύρησαν. Χαίρομαι όμως που ήρθες. Μπορείς όμως να φωνάξεις και το Θωμά; Θέλω κάτι να σας πω, είπε ο κυρ-Πέτρος, κλείνοντάς του το μάτι.
Ο Γιάννης δε δυσκολεύτηκε να βρει το Θωμά και σε λίγο, αρκετά ντροπιασμένοι, οι δυο φίλοι κάθισαν να ακούσουν τον κυρ-Πέτρο.
-Παιδιά μου, η δουλειά του διαβόλου είναι να παγιδεύει τους ανθρώπους. Παρουσιάζει λοιπόν την αμαρτία δελεαστική και ωραία, γι αυτό πρέπει από τώρα να προσέξετε. Η Αγία Γραφή ξεκαθαρίζει ότι «όλοι αμάρτησαν και βρίσκονται μακριά από τον Θεό» (Ρωμαίους 2:23). Ο διάβολος όμως μας καθησυχάζει και μας ψιθυρίζει: «Δεν είσαι τόσο κακός, προσπάθησε και θα τα καταφέρεις». Ο Θεός όμως που ξέρει ότι μόνοι δε μπορούμε, έστειλε το Γιό Του, τον Ιησού Χριστό, να πάρει Εκείνος τη δική μας ενοχή. Εκείνος με το θάνατο και την ανάστασή Του μας άνοιξε ένα καινούργιο δρόμο για τον ουρανό. Με τα λόγια Του μας βεβαιώνει: «Εγώ είμαι ο δρόμος, η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν πάει κοντά στον Πατέρα, παρά μόνο αν περάσει από μένα» (Ιωάννης 14:46).
Ο κυρ-Πέτρος κοίταξε με καλοσύνη τα δυο παιδιά και πρόσθεσε: «Μόνοι σας θα πρέπει να διαλέξετε το δρόμο της ζωής σας». Ένας όμως ύμνος λέει ότι του Θεού ο δρόμος είναι ο πιο καλός. Εύχομαι λοιπόν και προσεύχομαι να διαλέξετε αυτόν το δρόμο, γιατί έχει ένα χαρούμενο και ένδοξο τέρμα: Τον ουρανό!
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2012
Ο Δημητράκης, αν και ήταν εννέα χρονών, ήταν στην τρίτη τάξη, γιατί μια σοβαρή αρρώστια τον καθήλωσε στο κρεβάτι για μήνες και έτσι έχασε τη χρονιά του. Οι γονείς του όμως που ήταν πιστοί, τον στήριξαν με αγάπη και έτσι ο Δημητράκης έμαθε να αγαπάει τον Θεό και να προσεύχεται για τη θεραπεία του. Έμαθε ακόμη πολλές ιστορίες από τη ζωή του Ιησού Χριστού.
Την επόμενη χρονιά τα παιδιά τον πείραζαν επειδή ήταν ο ψηλότερος στην τάξη. Ο Δημητράκης όμως αντί να θυμώνει τους έλεγε : «Ο Ιησούς Χριστός με έκανε καλά κι εγώ θα βάλω τα δυνατά μου για να προχωρήσω».
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η δασκάλα έδωσε διάφορους ρόλους στα παιδιά για να παρουσιάσουν το συνηθισμένο χριστουγεννιάτικο πρόγραμμα. Στο Δημητράκη έδωσε το ρόλο του πανδοχέα, γιατί αυτός ήταν ο μεγαλύτερος και θ’ ακουγόταν πιο σκληρός και τραχύς. Οι πρόβες πήγαν καλά και όλα τα παιδιά βοηθούσαν για την προετοιμασία των σκηνικών και των κουστουμιών.
Έτσι η μέρα της γιορτής έφτασε και όλοι οι γονείς και οι προσκαλεσμένοι πήραν τις θέσεις τους. Η αυλαία άνοιξε και τα παιδάκια με τη σειρά τους εμφανίζονταν για να παρουσιάσουν την όμορφη ιστορία των Χριστουγέννων. Στην ορισμένη στιγμή παρουσιάστηκε ο Ιωσήφ, ντυμένος κατάλληλα και με προσοχή οδήγησε τη Μαρία προς την ξύλινη πόρτα του πανδοχείου. Χτύπησε δυνατά και ο πανδοχέας που ήταν κρυμμένος από πίσω, άνοιξε απότομα και φώναξε:
- «Τι θέλετε;»
- «Ψάχνουμε κάπου να μείνουμε», είπε ο Ιωσήφ ικετευτικά.
- «Πηγαίνετε κάπου αλλού να ψάξετε. Το πανδοχείο μου είναι γεμάτο», είπε ο Δημητράκης σταθερά, κοιτώντας το ακροατήριο.
- «Κύριε, ψάξαμε παντού. Ερχόμαστε από πολύ μακριά και είμαστε κουρασμένοι».
- «Δεν υπάρχει τόπος στο πανδοχείο μου», είπε ο Δημητράκης με τον ίδιο πάντοτε σκληρό τόνο.
- «Σας παρακαλώ, καλέ μου πανδοχέα, απ’ εδώ η γυναίκα μου, η Μαρία, περιμένει παιδί και πρέπει οπωσδήποτε κάπου να την τακτοποιήσω. Σίγουρα θα έχεις μια γωνίτσα γι’ αυτήν. Είναι κουρασμένη και ταλαιπωρημένη».
Στο σημείο αυτό η έκφραση του Δημητράκη άλλαξε. Γύρισε και κοίταξε τη Μαρία με συμπόνια. Ακολούθησε ένα διάστημα σιωπής και το ακροατήριο κυριεύτηκε από αμηχανία. Τότε ο υποβολέας από κάτω ψιθύρισε στο Δημητράκη:
- «Όχι δεν έχω τόπο για σας, πηγαίνετε» και έτσι ο Δημητράκης μηχανικά επανέλαβε:
- «Όχι δεν έχω τόπο για σας, πηγαίνετε».
Ο Ιωσήφ έσκυψε το κεφάλι, άπλωσε το χέρι του και οδήγησε την κουρασμένη Μαρία προς την άκρη της σκηνής. Όμως ο Δημητράκης δεν μπήκε στο πανδοχείο, όπως θα έπρεπε, αλλά παράμεινε εκεί ακίνητος και με το στόμα ανοιχτό παρακολουθούσε το ζευγάρι που απομακρυνόταν. Τα μάτια του βούρκωσαν και ενώ η φωνή του έτρεμε, φώναξε δυνατά:
- «Μη φεύγεις, Ιωσήφ. Φέρε τη Μαρία πίσω. Θα σας δώσω το δικό μου δωμάτιο».
Μερικοί τότε δαγκώθηκαν, γιατί ο Δημητράκης τους χάλασε τη σκηνή. Οι περισσότεροι όμως συγκινήθηκαν και συμφώνησαν ότι το μάθημα που τους δίδαξε ο μικρός Δημητράκης τη μέρα εκείνη, θα τους μείνει αξέχαστο.
Αλήθεια παιδιά μου, εάν τα Χριστούγεννα αυτά ο Ιησούς Χριστός χρειαζόταν το δικό μας δωμάτιο για να γεννηθεί, θα Του το δίναμε; Ακούστε τι λέει ο Ίδιος: «Στέκομαι μπροστά στην πόρτα και χτυπώ. Αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου και μου ανοίξει την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του, κι αυτός μαζί μου» (Αποκάλυψη 3:20).
Εάν λοιπόν Του ανοίξουμε την πόρτα της καρδιάς μας και Τον δεχτούμε, Εκείνος θα γίνει ο μόνιμος κάτοικός της και ο Σωτήρας μας.
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2012
Ο Γιάννης πήρε τη σάκα του και ξεκίνησε βιαστικός, για να είναι στο σχολείο του πριν κτυπήσει το κουδούνι. Βγήκε στην αυλή και σταμάτησε για λίγα λεπτά να θαυμάσει την ανθισμένη τριανταφυλλιά.
«Μπορώ να κόψω ένα τριαντάφυλλο για τη δασκάλα μου;» ρώτησε τη μητέρα του. Η μητέρα του έκοψε το πιο ωραίο κόκκινο τριαντάφυλλο και του το έδωσε. Ο Γιάννης, αφού φίλησε τη μητέρα του, έτρεξε να συναντήσει τους φίλους του που είχαν αρχίσει κιόλας το παιχνίδι στο προαύλιο του σχολείου.