Μάρτιος - Απρίλιος 2013
Απέναντι από το σπίτι της Μαργαρίτας ήταν μια βίλα με ένα πανέμορφο κήπο γεμάτο λουλούδια. Ένας κηπουρός πάντα φρόντιζε τον κήπο. Η Μαργαρίτα ήθελε πολύ να δει τον κήπο από κοντά και έτσι μια μέρα πήρε την αδελφούλα της, τη Ράνια, και στάθηκε όσο μπορούσε πιο κοντά για να θαυμάσει τα πολύχρωμα λουλούδια. Ο κηπουρός πρόσεξε τα δυο κοριτσάκια και χαμογέλασε. Έτσι η Μαργαρίτα πήρε θάρρος και τον ρώτησε: «Μπορούμε να μπούμε μέσα για να χαρούμε τον όμορφο κήπο που τον φροντίζετε»;
Πρόθυμος ο κηπουρός τούς άνοιξε την πόρτα για να περάσουν και τους εξήγησε: «Ακολουθήστε τους διαδρόμους και προσοχή, μην κόψετε τα λουλούδια».
Το πρόσωπο της Μαργαρίτας έλαμψε από χαρά και χαμογελαστή είπε στο κηπουρό: «Σας ευχαριστούμε και σας υποσχόμαστε ότι δεν θα κόψουμε κανένα λουλούδι».
Η Μαργαρίτα πήρε τη Ράνια από το χέρι και έτσι τα δυο κοριτσάκια περπατούσαν και θαύμαζαν τα λουλούδια. Σε κάποια στιγμή όμως η Ράνια βαρέθηκε, άφησε το χέρι της Μαργαρίτας και ανέβηκε στα πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν στις τριανταφυλλιές. Ξαφνικά η Μαργαρίτα άκουσε τη Ράνια να κλαίει και αμέσως τρέχοντας ανέβηκε τα σκαλιά. Όταν έφτασε κοντά στην αδελφούλα της την είδε κλαμένη, ενώ μια στοίβα από ροδοπέταλα ήταν γύρω της σκορπισμένα. Αμέσως τις έβαλε τις φωνές:
- Ράνια τι είναι αυτό που έκανες; Η Ράνια κλαμένη της έδειξε το δακτυλάκι της που ήταν πληγωμένο.
- «Ένα αγκάθι με τσίμπησε» προσπάθησε να τις εξηγήσει. Η Μαργαρίτα όμως, που ίσως δεν κατάλαβε, συνέχιζε να μαλώνει την αδελφούλα της.
- «Δες τι ζημιά έκανες και ξέχασε το δάκτυλό σου».
Η Ράνια δε μπορούσε να καταλάβει για πιο λόγο γινόταν όλη η φασαρία. Η Μαργαρίτα όμως ήταν σίγουρη ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο κηπουρός τις άφησε στον ανθόκηπο και έτσι της ήρθε μια ιδέα. Αν έφευγαν κρυφά, ίσως ο κηπουρός θα νόμιζε ότι κάποιο άλλο παιδάκι μάδησε τα τριαντάφυλλα. Άρπαξε λοιπόν τη Ράνια από το χέρι και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο. Ο κηπουρός ήταν σκυμμένος. Έτσι η Μαργαρίτα ψιθύρισε στην αδελφή της:
- «Έλα, κάνε γρήγορα τώρα που κανείς δεν μας βλέπει». Τη στιγμή όμως εκείνη θυμήθηκε ότι κάποιος τη βλέπει. «Κάποιος τα βλέπει όλα και τα ξέρει όλα», της έλεγε ο παππούς της, που τον άκουγε και τον αγαπούσε. Η Μαργαρίτα λοιπόν κοντοστάθηκε και δειλά-δειλά πλησίασε τον κηπουρό. «Κύριε κηπουρέ, λυπάμαι πάρα πολύ γι’ αυτό που έγινε», του είπε κοφτά.
- Γιατί τι έγινε; είπε ο κηπουρός και κοίταξε γύρω.
- Να, η Ράνια είναι ακόμα μικρή και φοβάμαι επειδή δε σας κατάλαβε, έκοψε τα τριαντάφυλλά σας.
- Έλα δείξε μου ποια, είπε ο κηπουρός και την ακολούθησε.
Η Μαργαρίτα του έδειξε τη στοίβα από τα πολύχρωμα ροδοπέταλα και γύρισε, κοιτάζοντάς τον φοβισμένη. Ο κηπουρός όμως δεν φαινόταν θυμωμένος, αντίθετα της χαμογέλασε και της εξήγησε:
- Αυτά δεν τα έκοψε η αδελφούλα σου. Εγώ τα κλάδεψα το πρωί για να κάνω χώρο στα μπουμπούκια. Πάντως χαίρομαι για το θάρρος σου, μικρή μου δεσποινιδούλα, και επειδή ήσουν ειλικρινής. Εσύ και η αδελφούλα σου μπορείτε όποτε θέλετε να έρχεστε για να απολαμβάνετε τον ωραίο μου κήπο.
- Σας ευχαριστώ, απάντησε η Μαργαρίτα και χαρούμενη σκέφτηκε: «Αξίζει να λέω πάντα την αλήθεια και να θυμάμαι ότι ο Θεός πάντοτε με βλέπει».
Κάθε φορά λοιπόν, παιδιά μου, που έχομε τον πειρασμό να πούμε ή να κάνομε κάτι κρυφό και πονηρό, να θυμόμαστε ότι ο Θεός πάντοτε μας βλέπει.
«Κύριε, με διερεύνησες και με γνωρίζεις … από μακριά τις διαθέσεις μου διακρίνεις, το κάθε βήμα μου που κάνω το κατέχεις» (Ψαλμός 139 : 1-3 ).