Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2012
Ο Δημητράκης, αν και ήταν εννέα χρονών, ήταν στην τρίτη τάξη, γιατί μια σοβαρή αρρώστια τον καθήλωσε στο κρεβάτι για μήνες και έτσι έχασε τη χρονιά του. Οι γονείς του όμως που ήταν πιστοί, τον στήριξαν με αγάπη και έτσι ο Δημητράκης έμαθε να αγαπάει τον Θεό και να προσεύχεται για τη θεραπεία του. Έμαθε ακόμη πολλές ιστορίες από τη ζωή του Ιησού Χριστού.
Την επόμενη χρονιά τα παιδιά τον πείραζαν επειδή ήταν ο ψηλότερος στην τάξη. Ο Δημητράκης όμως αντί να θυμώνει τους έλεγε : «Ο Ιησούς Χριστός με έκανε καλά κι εγώ θα βάλω τα δυνατά μου για να προχωρήσω».
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η δασκάλα έδωσε διάφορους ρόλους στα παιδιά για να παρουσιάσουν το συνηθισμένο χριστουγεννιάτικο πρόγραμμα. Στο Δημητράκη έδωσε το ρόλο του πανδοχέα, γιατί αυτός ήταν ο μεγαλύτερος και θ’ ακουγόταν πιο σκληρός και τραχύς. Οι πρόβες πήγαν καλά και όλα τα παιδιά βοηθούσαν για την προετοιμασία των σκηνικών και των κουστουμιών.
Έτσι η μέρα της γιορτής έφτασε και όλοι οι γονείς και οι προσκαλεσμένοι πήραν τις θέσεις τους. Η αυλαία άνοιξε και τα παιδάκια με τη σειρά τους εμφανίζονταν για να παρουσιάσουν την όμορφη ιστορία των Χριστουγέννων. Στην ορισμένη στιγμή παρουσιάστηκε ο Ιωσήφ, ντυμένος κατάλληλα και με προσοχή οδήγησε τη Μαρία προς την ξύλινη πόρτα του πανδοχείου. Χτύπησε δυνατά και ο πανδοχέας που ήταν κρυμμένος από πίσω, άνοιξε απότομα και φώναξε:
- «Τι θέλετε;»
- «Ψάχνουμε κάπου να μείνουμε», είπε ο Ιωσήφ ικετευτικά.
- «Πηγαίνετε κάπου αλλού να ψάξετε. Το πανδοχείο μου είναι γεμάτο», είπε ο Δημητράκης σταθερά, κοιτώντας το ακροατήριο.
- «Κύριε, ψάξαμε παντού. Ερχόμαστε από πολύ μακριά και είμαστε κουρασμένοι».
- «Δεν υπάρχει τόπος στο πανδοχείο μου», είπε ο Δημητράκης με τον ίδιο πάντοτε σκληρό τόνο.
- «Σας παρακαλώ, καλέ μου πανδοχέα, απ’ εδώ η γυναίκα μου, η Μαρία, περιμένει παιδί και πρέπει οπωσδήποτε κάπου να την τακτοποιήσω. Σίγουρα θα έχεις μια γωνίτσα γι’ αυτήν. Είναι κουρασμένη και ταλαιπωρημένη».
Στο σημείο αυτό η έκφραση του Δημητράκη άλλαξε. Γύρισε και κοίταξε τη Μαρία με συμπόνια. Ακολούθησε ένα διάστημα σιωπής και το ακροατήριο κυριεύτηκε από αμηχανία. Τότε ο υποβολέας από κάτω ψιθύρισε στο Δημητράκη:
- «Όχι δεν έχω τόπο για σας, πηγαίνετε» και έτσι ο Δημητράκης μηχανικά επανέλαβε:
- «Όχι δεν έχω τόπο για σας, πηγαίνετε».
Ο Ιωσήφ έσκυψε το κεφάλι, άπλωσε το χέρι του και οδήγησε την κουρασμένη Μαρία προς την άκρη της σκηνής. Όμως ο Δημητράκης δεν μπήκε στο πανδοχείο, όπως θα έπρεπε, αλλά παράμεινε εκεί ακίνητος και με το στόμα ανοιχτό παρακολουθούσε το ζευγάρι που απομακρυνόταν. Τα μάτια του βούρκωσαν και ενώ η φωνή του έτρεμε, φώναξε δυνατά:
- «Μη φεύγεις, Ιωσήφ. Φέρε τη Μαρία πίσω. Θα σας δώσω το δικό μου δωμάτιο».
Μερικοί τότε δαγκώθηκαν, γιατί ο Δημητράκης τους χάλασε τη σκηνή. Οι περισσότεροι όμως συγκινήθηκαν και συμφώνησαν ότι το μάθημα που τους δίδαξε ο μικρός Δημητράκης τη μέρα εκείνη, θα τους μείνει αξέχαστο.
Αλήθεια παιδιά μου, εάν τα Χριστούγεννα αυτά ο Ιησούς Χριστός χρειαζόταν το δικό μας δωμάτιο για να γεννηθεί, θα Του το δίναμε; Ακούστε τι λέει ο Ίδιος: «Στέκομαι μπροστά στην πόρτα και χτυπώ. Αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου και μου ανοίξει την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του, κι αυτός μαζί μου» (Αποκάλυψη 3:20).
Εάν λοιπόν Του ανοίξουμε την πόρτα της καρδιάς μας και Τον δεχτούμε, Εκείνος θα γίνει ο μόνιμος κάτοικός της και ο Σωτήρας μας.