Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2017
Μου ήρθε, λέει ο Γέροντας Πορφύριος, μια μοναχούλα και είχε βγάλει εδώ στο χέρι της ένα πράγμα σαν καρύδι.
Όταν μου το έδειξε:
– Έλα να σε πάω επάνω στον καθηγητή, της είπα (ήμουν τότε στην Πολυκλινική).
– Εγώ δεν ήλθα για τον καθηγητή, μου λέει, ήλθα σε σας.
– Τη σταύρωσα στο μέτωπο, της σταύρωσα το χέρι και την έστειλα στο μοναστήρι της. Έγινε καλά.
– Μια άλλη εξομολογούμενη, καθώς εξομολογείτο, διέκρινα με τα μάτια της ψυχής ότι έχει καρκίνο στο στήθος.
– Είσαι καλά; της λέω. Εσύ κάτι έχεις.
– Ναι πάτερ μου, αλλά ντρέπομαι να το ειπώ.
– Πήγαινε τώρα επάνω στον τάδε γιατρό εκ μέρους μου να σε δει. Και μετά έλα να μου πεις εδώ.
– Όταν γύρισε, είχε όντως καρκίνο, την είχαν στείλει για εξετάσεις και σε τρείς μέρες θα έμπαινε στο χειρουργείο.
– Όταν γύρισε λοιπόν, την έβαλα να γονατίσει μαζί μου.
– Λέγε εσύ μέσα σου την ευχή, της λέω. Κι έλεγα κι εγώ μέσα μου προσευχή. Ύστερα την εσταύρωσα και την έστειλα να κάνει ό,τι της είπαν οι γιατροί.
Όταν σε τρείς μέρες ήλθε για το χειρουργείο, ήταν καλά. Δεν υπήρχε ούτε όγκος ούτε τίποτα.
Ο γιατρός κατέβηκε, εκτός εαυτού, στο εκκλησάκι και με βρήκε.
– Ρε παπά, τι της έκανες της γυναίκας και την έκανες καλά; Αν δεν είχα πιάσει τον όγκο με το χέρι μου και δεν το είχα δει με τα μάτια μου πριν τρείς μέρες, δεν θα το πίστευα.
Συνέχισε ο Γέροντας:
– Πολλά πράγματα βλέπουν τα μάτια μου. Πάρα πολλά θαύματα. Η Χάρις του Θεού επενεργεί δια την πίστιν των ανθρώπων.
Να πιστεύεις ότι γίνονται και σήμερα θαύματα. Διότι ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας.
«Ανθολόγιον Συμβουλών», Γέρ. Πορφύριος, σελ. 97,98
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2016
Μια φορά ήρθε ένας νέος με μαλλιά μεγάλα σαν αλογοουρά. Ο Γέροντας Παΐσιος, τον ρώτησε:
– Έ, παλικάρι, τι δουλειά κάνεις;
– Είμαι φοιτητής.
– Έχεις μαθήματα να περάσεις;
– Έχω οκτώ.
– Άμα θέλεις να τα περάσεις, έλα να σε κουρέψω, του είπε χαριτολογώντας.
Μπήκε στο κελί του, έφερε το ψαλίδι και τον κούρεψε. Ο νέος το θεώρησε ευλογία, το είπε και σε άλλους και έρχονταν κι αυτοί να πάρουν παρόμοια ευλογία. «Έχω κάνει πολλές κουρές», έλεγε γελώντας. «Γέροντα, τι τα κάνετε τα μαλλιά τους»; «Τα κρατώ και τα φυτεύω στους φαλακρούς», απαντούσε αστειευόμενος.
Και άλλοτε ανέφερε ταπεινά: «Αν υπάρχει μία περίπτωση να σωθώ, θα είναι από τις ευχές των μανάδων. Ξέρεις πόσα γράμματα παίρνω που συγκινημένες μ’ ευχαριστούν επειδή έπεισα τα παιδιά τους να κόψουν τα μαλλιά και να βγάλουν τα σκουλαρίκια»; Δεν ήθελε οι άνδρες να τρέφουν μακριά κόμη, γιατί το θεωρούσε θηλυπρέπεια και ανέφερε το χωρίο του απ. Παύλου: «Είναι ντροπή για τον άντρα να έχει μακριά μαλλιά» (Α’ Κορ. 11:14).
Όταν έβλεπε νέους με μαλλιά μακριά τους ρωτούσε: «Μαλλιά αφήνουν οι αφιερωμένοι και οι αφηρημένοι. Εσείς τι από τα δύο είστε»;
(Ο Γέροντας Παΐσιος, σελ. 75)
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2016
Θα σας πω, παιδιά, μια ιστορία: Ήταν κάποτε μια βοσκοπούλα, που ζούσε στο βουνό και έβοσκε πρόβατα. Όλη την ημέρα κοπίαζε να βοσκήσει καλά τα πρόβατα, να τα ποτίσει, να τα φυλάξει από τ’ αγρίμια και το βράδυ να τα φέρει πίσω στο μαντρί, να τ’ αρμέξει και να τα τακτοποιήσει. Κι όταν προχωρούσε η νύχτα και οι γονείς της κοιμόνταν, αυτή, αν και κατάκοπη, πηδούσε κρυφά το φράχτη του μαντριού κι έτρεχε μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα από βράχια, από αγκάθια κι έφθανε στην αντικρινή ράχη, για να συναντήσει ένα βοσκόπουλο που αγαπούσε. Κι όταν το συναντούσε, ήταν πολύ χαρούμενη, παρά τους κόπους και τις θυσίες της και μάλιστα, επειδή η συνάντηση με τον αγαπητικό της, της κόστιζε κόπους και θυσίες, ήταν πιο χαρούμενη.
Να με συμπαθάτε, που καλόγερος εγώ, σας μιλώ για αγαπητικούς, αλλά το κάνω για να καταλάβετε καλύτερα τι θέλω να πω. Έτσι και η ψυχή πρέπει να έχει τον αγαπητικό της, τον Χριστό, για να είναι ευχαριστημένη, όπως και η βοσκοπούλα που ερωτεύθηκε το βοσκόπουλο. Και τι είναι οι ανθρώπινοι έρωτες μπροστά στο θείο έρωτα; Περαστικοί και απατηλοί, ενώ ο θείος έρωτας είναι αιώνιος και αληθινός. Η ψυχή που είναι ερωτευμένη με τον Χριστό είναι πάντα χαρούμενη και ευτυχισμένη, οτιδήποτε κι αν της συμβεί, όσους κόπους και θυσίες κι αν της κοστίσει ο θείος έρωτάς της. Και μάλιστα, όσο πιο πολύ κοπιάζει και θυσιάζεται χάριν του αγαπημένου της Χριστού, τόσο πιο πολύ ευτυχισμένη αισθάνεται.
Η ψυχή ερωτεύεται τον Χριστό, όταν γνωρίζει και εφαρμόζει τις εντολές Του. Όταν η ψυχή ερωτευθεί τον Χριστό, αγαπά και τους ανθρώπους, δεν μπορεί να τους μισήσει. Στην ψυχή που είναι ερωτευμένη με τον Χριστό δεν μπορεί να μπει ο διάβολος. Όπως τώρα σ’ αυτή την αίθουσα που βρισκόμαστε: Ας πούμε ότι είμαστε όλοι καλοί. Αν, κάποια στιγμή, εμφανισθούν στην πόρτα μερικοί κακοί άνθρωποι και θελήσουν να μπουν μέσα, δεν θα μπορέσουν, γιατί η αίθουσα είναι γεμάτη από μας. Έτσι και στην ψυχή, που όλος ο χώρος της είναι κατειλημμένος από τον Χριστό, δεν μπορεί να μπει και να κατοικήσει ο διάβολος, όσο κι αν προσπαθήσει, διότι δεν χωράει, δεν υπάρχει κενή θέση γι’ αυτόν. Μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να ζήσουμε την αληθινή χριστιανική ζωή»
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Γέροντος Πορφυρίου σελ. 48,49)
Ιούλιος - Αύγουστος 2016
Διηγήθηκε ο Γέροντας Παϊσιος ένα περιστατικό που συνέβη λίγο καιρό πριν απολυθεί: «Γυρίζαμε από την Φλώρινα, αφού είχε τελειώσει ο πόλεμος. Στον δρόμο της επιστροφής άκουσα τον Λοχαγό να βρίζει τα θεία. Τον πλησίασα και του είπα: «Από αυτή την στιγμή αρνούμαι να εκτελέσω οποιαδήποτε διαταγή σας, διότι βρίζοντας τα θεία προσβάλατε και την πίστη μου και τον όρκο μου (Πατρίδα- Θρησκεία- Οικογένεια). Ακούγοντας αυτά προσβλήθηκε και με απεκάλεσε αυθάδη. Όταν αργότερα μου είπε: «Σε διατάσσω», απάντησα: «Σας το δήλωσα πριν από λίγο ότι στο εξής δεν θα εκτελώ διαταγές σας». Ο Αξιωματικός τότε μου είπε: «Ας θεωρήσουμε το θέμα λήξαν».
» Όταν φθάσαμε στο στρατόπεδο, πήγα χωρίς καθυστέρηση και ανέφερα όσα συνέβησαν στον Διοικητή. Εκείνος μου είπε ότι η άρνηση να εκτελώ διαταγή ανωτέρου συνεπάγεται στρατοδικείο. Ξαναδήλωσα ότι δεν πρόκειται να εκτελέσω διαταγές του Λοχαγού, διότι είναι επίορκος, επειδή βρίζει τον Θεό, στον οποίο και οι δυό ορκιστήκαμε. Και είπα με αγανάκτηση: «Πειθαρχείν δει τω Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξεις 5:29)
Ο Αρσένιος (άγιος Παΐσιος), αφού υπηρέτησε την Πατρίδα, στις 21 Μαρτίου του 1950 πήρε το απολυτήριο του Στρατού από την Μακρακώμη Λαμίας.
Όταν αποχαιρετούσε τον φίλο του τον κ. Παντελή εκείνος τον προσκάλεσε να εγκατασταθούν στην Κέρκυρα μαζί, να φτιάξουν από ένα σπίτι και να κάνουν οικογένεια. Ο Αρσένιος αρνήθηκε λέγοντας ότι θα γίνει καλόγηρος.
Τελείωσε την στρατιωτική του θητεία και τώρα επιθυμούσε μια άλλη στρατεία, την κατάταξή του στο μοναχικό τάγμα, για να υπηρετεί τον επουράνιο Βασιλέα.
(Ο Γέροντας Παϊσιος σελ. 54,55)
Μάιος - Ιούνιος 2016
Ο Αββάς Μακάριος, γυρίζοντας μια μέρα στη σκήτη του, βρήκε κάποιον που έκλεβε τα πράγματά του και που τα φόρτωνε σ’ ένα μουλάρι που βαστούσε μαζί του. Και τότες, έτρεξε να του συμπαρασταθεί σαν να μην ήτανε δικά του. Και σαν να ’τανε ξένος κι αδιάφορος, τον εβοηθούσε να φορτώσει στο ζώο και τα υπόλοιπα. Και ύστερα, ήσυχα-ήσυχα, τον συνόβγαλεν ως την εξώπορτα και του είπε:
«Τίποτα, παιδί μου, δεν είχαμε μαζί μας όταν ήλθαμε στον κόσμο και τίποτα δεν θα πάρουμε μαζί μας, όταν θα φύγουμε. Ο Κύριος μου τα ’δωκεν αυτά και με το θέλημά Του έγινε αυτό που έγινε. Ας είναι τρισευλογημένο το όνομά Του για όλα».
Άλλη μια φορά πάλι, την ώρα που έλειπεν από τη σκήτη του, μπήκε σ’ αυτή κάποιος κλέφτης. Και γυρίζοντας ο Γέροντας ξαφνικά, τον έπιασε που έπαιρνε τη φτωχική του οικοσκευή και την εφόρτωνε στην καμήλα του.
Έτρεξε λοιπόν κι αυτός στο κελί του, και παίρνοντας τα υπόλοιπα από τα πράγματά του, τα παράδινε στον κλέφτη, για να τα φορτώσει κι αυτά στην καμήλα του. Αφού λοιπόν ο κλέφτης τα εγομάριασεν όλα, άρχισε να κτυπά την καμήλα του, για να σηκωθεί και να φύγουνε, αυτή όμως δεν εσηκωνότανε, με κανένα τρόπο.
Όταν λοιπόν το είδεν αυτό ο αββάς Μακάριος, μπήκε γρήγορα στο κελλί του και παίρνοντας ένα μικρό σκαλίδι που είχε υπομείνει, το φόρτωσε κι αυτό επάνω στην καμήλα λέγοντας: Αυτό, αδελφέ μου, θέλει η καμήλα και γι’ αυτό δεν σηκώνεται. Και κτυπώντας την λίγο με το πόδι του, της είπε: «Σήκω επάνω».
Κι αυτή αμέσως εσηκώθηκε. Κι αφού προχώρησε λιγάκι, πάλι ξανακάθησε. Και με κανένα τρόπο δεν ξανασηκώθηκε, παρά αφού πρώτα την εξεφόρτωσε από τα πράγματα, που την είχαν φορτώσει. Κι ο κλέφτης καταντροπιάσθηκε, κι έφυγε, χωρίς να πάρει τίποτα μαζί του.
Μάρτιος - Απρίλιος 2016
Ένας Αμερικανός ηθοποιός και σεναριογράφος, ο Murray Salem, ανάφερε την παρακάτω πραγματική ιστορία:
«Η γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα μου, σε όλη της τη ζωή ήταν μια απλή χωρική από τη Συρία, που δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει. Ήταν όμως ειλικρινά θρήσκα. Ό,τι έκανε, είχε πάντοτε το όνομα του Θεού στα χείλη της. Αλλά δεν ανάφερε μόνο το Όνομά Του. Έλεγε τουλάχιστον εκατό φορές την ημέρα: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Και όχι μόνο όταν της συνέβαινε κάτι καλό. Αν η σούπα χυνόταν καθώς έβραζε και πάλι έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!
Τη ρώτησα κάποτε γιατί ευχαριστούσε τον Θεό για κάτι κακό. Γέλασε και μου είπε ότι, αν κάτι κακό συμβαίνει, είναι γιατί έχουμε ξεχάσει τη σύνδεσή μας με τον Θεό. Εκείνη την εποχή το βρήκα αυτό πολύ παράξενο, έστω κι αν εκείνη επέμενε να κάνω κι εγώ το ίδιο.
Κάποτε, έγδαρα το γόνατό μου κι εκείνη μου είπε να πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Κατά περίεργο τρόπο αυτές οι λέξεις είχαν αποτέλεσμα και ένοιωσα καλύτερα στο χτυπημένο μου γόνατο.
Όταν έγινα πέντε χρονών πήγα στο σχολείο. Επειδή το χρώμα μου ήταν σκούρο, το παρατσούκλι μου ήταν «ο Αράπης». Μισούσα το σχολείο και παρακαλούσα τους γονείς μου να μην με αναγκάζουν να πηγαίνω. Ένοιωθαν άσχημα για μένα, αλλά δεν μπορούσαν και να με προστατέψουν για πάντα. Τότε, η Σίτου μου (η Συριακή λέξη για τη γιαγιά) άκουσε τι μου συνέβαινε και μου είπε ότι έπρεπε να λέω «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου», κάθε φορά που τα παιδιά με έβριζαν. Εκείνη τη στιγμή θεώρησα ότι επρόκειτο για την πιο ανόητη ιδέα που είχα ακούσει ποτέ μου. Λίγες μέρες όμως αργότερα, όταν ένα ολόκληρο τσούρμο παιδιών άρχισε να φωνάζει: «Αράπη, Αράπη, Αράπη», συνέβη κάτι: Συγκράτησα τα δάκρυά μου, προσπαθώντας με όλες τις δυνάμεις του κορμιού μου να μη φανώ μυξιάρικο και να μην τους επιτρέψω να με δουν να κλαίω. Αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
Τα δάκρυα θα ξεσπούσαν οπωσδήποτε. Τότε θυμήθηκα τα λόγια της Σίτου μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Άρχισα να τα επαναλαμβάνω σιωπηλά μέσα μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Κι αυτό βοήθησε. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβηκε, αλλά τα δάκρυα εξαφανίστηκαν. Ίσως αυτό συνέβηκε γιατί ένοιωσα ότι είχα κι εγώ τώρα ένα φίλο: Τον Θεό.
Όλα αυτά έγιναν εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε, έχω γίνει ένας επιτυχημένος σεναριογράφος. Έχω ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο. Και σε όλη μου τη ζωή συνεχίζω πάντα να λέω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Ορισμένες φορές το λέω εκατό φορές την ημέρα, ακριβώς όπως έκανε η αγαπημένη μου γιαγιά. Νιώθω και τώρα την ανάγκη να το πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!
Murray Salem, Αμερικανός ηθοποιός και σεναριογράφος
Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2016
Σε μια εποχή που κυριαρχεί η μετριότητα στις ανθρώπινες σχέσεις, πολύ δε περισσότερο ο ατομισμός και ο ωφελιμισμός, το ακόλουθο περιστατικό απ’ τη ζωή του Αββά Αγάθωνος μας περιγράφει απλά, μα και καταλυτικά, την ενέργεια της αγάπης προς τον πλησίον. Είναι καλό παράδειγμα για νέους ορίζοντες, στο ξεκίνημα το 2016.
Μπήκε κάποτε ο Αββάς Αγάθων στην πόλη για να πουλήσει μικρά αντικείμενα. Και βρίσκει στην άκρη του δρόμου έναν άνθρωπο λωβιασμένο. Του λέει ο λωβιασμένος: «Πού πηγαίνεις»; Του αποκρίνεται ο αββάς Αγάθωνας: «Στην πόλη για να πουλήσω αυτά». Του λέει: «Κάμε μου τη χάρη, σήκωσέ με και πήγαινέ με εκεί». Τον σήκωσε, λοιπόν και τον πήγε στην πόλη. Του λέει ο άρρωστος: « Όπου πουλάς τα αντικείμενα, εκεί βάλε με». Και έκαμε όπως του είπε. Και όταν πούλησε ένα αντικείμενο, του έλεγε ο λωβιασμένος: «Πόσο το πούλησες»; Και του απαντάει. «Τόσο» και του ξαναέλεγε: «Αγόρασέ μου μικρή πίττα» και του αγόρασε. Και πάλι πουλούσε άλλο αντικείμενο. Και του έλεγε ο άρρωστος: «Και αυτό πόσο»; Και του απαντούσε: «Τόσο». Και του ξαναέλεγε: «Αγόρασέ μου αυτό εδώ». Και το αγόρασε. Αφού λοιπόν, πούλησε όλα τα αντικείμενα και σκόπευε να φύγει, του λέει ο λωβιασμένος: «Φεύγεις;» Του απαντά: «Ναι». Και λέει «Κάνε μου πάλι τη χάρη και πήγαινέ με εκεί όπου με βρήκες». Τον σήκωσε λοιπόν, και τον πήγε στον τόπο του. Και του λέει: «Ευλογημένος είσαι, Αγάθων, από τον Κύριο στον ουρανό και στη γη». Και σηκώνει τα μάτια του ο γέρων και δεν βλέπει κανέναν. Γιατί ήταν Άγγελος Κυρίου όπου ήλθε να τον διακονήσει.
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2015
Κάποτε επισκεφτήκαμε τον Γέροντα Θεόκλητο στο ακροατήριό του, που ήταν απέναντι από τη Μονή Διονυσίου και εκεί ησύχαζε και προσευχόταν και του κάναμε μια ερώτηση: «Γέροντα, γιατί φεύγουν από αυτή τη ζωή μερικοί ευλαβείς, καλοί, ειρηνικοί κι ευλογημένοι άνθρωποι και μένουν στη ζωή άνθρωποι με εγκλήματα, με απάτες και αμαρτίες»; Και απάντησε ο Γέροντας Θεόκλητος: Παιδιά μου, ο Άγιος Αντώνιος ρώτησε αυτό το ερώτημα εις τον Θεόν και του απάντησε ο Θεός: «Αντώνιε, τα σα περιεργάσου και μη τα αλλότρια»: Κοίταξε τα δικά σου θέματα και μην προσπαθείς να ερευνήσεις τα κρίματα του Θεού. Και ο Άγιος Βασίλειος ρώτησε τον Θεό: «Θεέ μου, γιατί γίνονται αυτές οι αδικίες»; Και άκουσε φωνή από τον Θεό: «Βασίλειε, τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Όπως δεν μπορούμε να δούμε στο βάθος της θάλασσας, έτσι δεν μπορούμε να διακρίνουμε τις ενέργειες του Θεού».
Και συμπλήρωσε ο Γέρων Θεόκλητος με τη φράση του Απ. Παύλου: «Ημίν τοις πιστοίς εδόθη ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και του υπέρ Αυτού πάσχειν»: Σε εμάς τους πιστούς που λατρεύουμε τον αληθινό Θεό και όχι ξύλα, πέτρες, φεγγάρια και ουράνια σώματα, μας δόθηκε, όχι μόνο αληθινή πίστη, αλλά και το πάσχειν υπέρ Αυτού. Χριστιανός ο οποίος δεν απογοητεύεται, δεν αγανακτεί, δεν υβρίζει τον Θεόν για τα οδυνηρά της ζωής, είναι σαν να υφίσταται μαρτύριον και λογίζεται ως μάρτυρας ενώπιον του Θεού.
Και συνεχίζει ο Γέρων Θεόκλητος: «Είναι μεγάλη αμαρτία η αδικία. Η αδικία πληρώνεται πολύ σκληρά, και όταν αδικήσουμε κάποιον, οφείλουμε από αυτή τη ζωή να ξεπληρώσουμε την αδικία που κάναμε, διότι υπάρχει κίνδυνος να δοκιμαστούμε λόγω αυτής». Και ο Άγιος Ιάκωβος, ο Αδελφόθεος, λέγει στην επιστολή του ότι αυτός που αδικεί, συσσωρεύει άνθρακας εις την κεφαλήν μας, όταν βλέπει κάποιον να κάνει λάθος, να κάνει κακό, λέει: «Τον καημένο». Δηλαδή, είναι μια ερμηνεία αυτού του οποίου λέγει ο Άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ότι όταν αδικούμε, στην πραγματικότητα αδικούμε τον εαυτό μας.