Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2019
Το Θέλημα Του Θεού
Πολλά Βεδουϊνάκια πήγαιναν στο Ασκητήριο της σκήτης του Αγίου Γαλακτήωνος με λαχτάρα και προσμονή για να συναντήσουν τον άνθρωπο της αγάπης, τον γλυκό τους «Αμπούνα Παΐζι», με τα πόδια σκασμένα επειδή περπατούσαν ξυπόλυτα. Τότε ο Γέροντας Παΐσιος έκανε ό,τι μπορούσε να τα αναπαύσει. Τους έβαζε κερί στα σχισίματα, τους έδινε και ένα ζευγάρι σανδάλια, καπελάκια. Μαζεύοντας όμως τόσα πολλά, δεν επαρκούσαν τα λίγα χρήματα του εργόχειρου που κρατούσε για τις ανάγκες του.
Το δίλημμα του Αγίου ήταν κρίσιμο: «Εδώ στην άγρια έρημο ήρθα για να βοηθώ τους Βεδουϊνους ή να κάνω καρδιακή προσευχή για τον κόσμο;» Τότε αποφάσισε, να περιορίσει το εργόχειρο, προσευχήθηκε και παρακάλεσε τον Ιησού Χριστό και την Παναγία να δώσουν την κατάλληλη λύση στο συγκεκριμένο ζήτημα που τον απασχολούσε. Το άφησε, όπως άλλωστε έκανε πάντα, στο θέλημά Του. Δεν είχε δικό του θέλημα σχεδόν καθόλου. Τα είχε όλα εμπιστευθεί στο θεϊκό Του σχέδιο, στο θέλημά Του. «Βρες Εσύ, Χριστέ μου, ποια είναι η ορθή στάση και στο πιο πάνω ζήτημα».
Και ο Θεός έδωσε άμεσα λύση! Πιο άμεσα δεν γίνεται! Την καλύτερη, την πιο ξεκάθαρη. Λύση γεμάτη Σοφία και Αγάπη. Έτσι έγινε το ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑ, αυτό του Θεανθρώπου πραγματικότητα και ο Γέροντας βρήκε ανάπαυση.
Την ίδια λοιπόν κιόλας ημέρα τον επισκέφτηκε στο κελλάκι του ένας ευσεβής, φιλάνθρωπος Έλληνας γιατρός που ζούσε για χρόνια στο εξωτερικό. Ο Άγιος Παΐσιος του μίλησε με ανιδιοτελή αγάπη, σαν να τον γνώριζε από χρόνια:
«Έλα γιατρέ, σε περίμενα», του είπε.
Κάθισε μαζί του για πολλές ώρες και είπαν πολλά. Του έδωσε πολύτιμες συμβουλές ο Γέροντας και του αποκάλυψε σημαντικές λεπτομέρειες και ζητήματα της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής του, που μόνο ο ίδιος ο γιατρός γνώριζε.
Εκείνος τότε έμεινε κατάπληκτος, με ανοιχτό το στόμα, να παρατηρεί τον Γέροντα και τα χαρίσματά του. Γυρίζει τότε και του προσφέρει εκατό λίρες λέγοντας: «Πάρε π. Παΐσιε, άνθρωπε του Θεού, από τον αμαρτωλό γιατρό Β.Κ. εκατό λίρες για να βοηθάς τα παιδάκια, τα φτωχά, τα ξυπόλητα των Βεδουΐνων, να μην βγαίνεις από το πνευματικό σου πρόγραμμα και να μην αφήνεις τα πνευματικά, την αγρυπνία, την προσευχή…»
Τόσο συγκλονίστηκε ο Άγιος από την πρόνοια και την αγάπη του Ιησού Χριστού, που άφησε για λίγο μόνο του τον γιατρό, σε ένα πεζούλι, έξω από το κελλάκι και μπήκε γρήγορα μέσα, για να μην δει ο καλός χριστιανός τα δάκρυα ευγνωμοσύνης του Αγίου. Τον διέλυσε η άμεση παρέμβαση του Θεού και θαύμασε για μια ακόμη φορά τα θαυμαστά της θείας πρόνοιας και αγάπης.
Στο τέλος, ο Άγιος τον συνόδευσε και τον οδήγησε από ένα σύντομο και ασφαλές μονοπάτι, γιατί νύχτωσε.
Με τα χρήματα του εργόχειρου και τα χρήματα που πήρε από τον φιλάνθρωπο γιατρό, ο π. Παΐσιος, όχι μόνο βοηθούσε τους Βεδουΐνους, αλλά και ένα ορφανό παιδί για να σπουδάσει Θεολογία στην Ελλάδα.
«Μυστικοί ασκητικοί αγώνες του Αγίου Παϊσίου», (σελ. 111,112)
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2019
Η φοβερή ώρα του θανάτου
Το αληθινό γεγονός πού καταγράφουμε έγινε γύρω στο 1940, πριν από την έναρξη του πολέμου.
Ένας ιερεύς ο παπα-Θεόδωρος κλήθηκε για να κοινωνήσει δύο χριστιανούς ετοιμοθάνατους. Έναν πλούσιο, σκληρό και φιλάργυρο και μια ενάρετη χήρα, πού μεγάλωσε μόνη της, με τιμιότητα και σωφροσύνη, σκληρό αγώνα και φτώχεια πολλή, εκείνα τα χρόνια, οκτώ παιδιά!!!
Ο παπα-Θεόδωρος πήρε μαζί τον διάκονό του, τον πατέρα Λαυρέντιο. Μπροστά ο νεωκόρος, στο πλάι ο διάκονος και ο ιερεύς με το Άγιο Ποτήριο, πήγαν πρώτα στο σπίτι του πλούσιου, αλλά αυτός ούτε καν ήθελε να ακούσει για Θεία Κοινωνία! Μόνο φώναζε:
- Δεν είμαι εγώ για θάνατο!
Έγινε ένας διάλογος, όσο ήταν δυνατόν, μεταξύ του ιερέως και του άρρωστου, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος, δεν ήθελε να κοινωνήσει.
Λέγει τότε ο διάκονος, ο πατήρ Λαυρέντιος:
- Πάτερ Θεόδωρε, μου δίνετε, σας παρακαλώ το Άγιο Ποτήριο, να πάω να κοινωνήσω την ετοιμοθάνατη κυρία Μαρία και εσείς να συζητήσετε με τον ασθενή μέχρι να γυρίσω και, εάν έχει πεισθεί, να τον κοινωνήσομε μετά;
- Να πας παιδί μου, με τις ευχές μου.
Ο νεωκόρος μπροστά με το λαδοφάναρο και πίσω ο διάκονος με την Θεία Κοινωνία έφθασαν σε ένα φτωχικό σπιτάκι. Μπήκαν μέσα και είδαν γύρω από το κρεβάτι της κυρα-Μαρίας να παρευρίσκονται τα παιδιά, τα εγγόνια, οι λοιποί συγγενείς της και όλοι να κλαίνε για την υπέροχη αυτή μητέρα, γιαγιά και συγγενή.
Μόλις προχώρησε λίγο ο διάκονος, έμεινε ακίνητος! Τι είδε; Ανείπωτο θέαμα! Περικυκλωμένη δεν ήταν μόνο από ανθρώπους ή αγιασμένη αυτή ψυχούλα, αλλά και από δεκάδες Αγγέλους και Αρχαγγέλους, πού συνωστίζονταν μέσα στο δωμάτιο ποιος θα πρώτο-χαϊδέψει και ποιος θα πρώτο-απαλύνει και θα πρώτο-σφουγγίσει τον ίδρωτα αυτής της υπερευλογημένης μάνας!
Και δεν ήταν μόνο αυτό!!! Ακριβώς πάνω από το κεφαλάκι της, στο προσκεφάλι της δηλαδή, ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος, η οποία με ένα θεοΰφαντο μαντήλι της σκούπιζε τον ίδρωτα του πυρετού από το μέτωπό της. Τα δε χείλη της ετοιμοθάνατης ψιθύριζαν: «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε».
Και - ω του θαύματος - όλοι οι Άγγελοι έπεσαν «μπρούμυτα» και προσκύνησαν το εισερχόμενο πανάγιο Ποτήριο πού είχε μέσα το τίμιο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου! Όλες οι Αγγελικές Δυνάμεις! Και η Υπεραγία Θεοτόκος, κατά έναν ακατάληπτο τρόπο, ασπάσθηκε το Άγιο Ποτήριο και οδήγησε τον διάκονο να κοινωνήσει την ετοιμοθάνατη.
Μετά τη Θεία Κοινωνία οι Άγγελοι πήραν, την ψυχή αυτής της ευλογημένης μάνας, την παρέδωσαν στα χέρια της Παναγίας και όλοι μαζί ανήλθαν στον Ουρανό.
Άστραψε ο τόπος, μοσχοβόλησε το δωμάτιο και ο διάκονος με φόβο και χαρά απερίγραπτη και αγαλλίαση έφυγε…και επέστρεψε στο σπίτι του πλουσίου… Μπήκε μέσα και τον κατέλαβε ρίγος! Γύρω από το κρεβάτι, του φιλάργυρου αυτού ανθρώπου, βρίσκονταν εκατοντάδες δαίμονες, οι όποιοι με τρίαινες φοβερές κατατρυπούσαν το σώμα του σε διάφορα σημεία. Με όσα μέλη αμάρτησε, πάνω σ’ αυτά τρυπούσαν οι δαίμονες. Ούρλιαζε, φώναζε ο ταλαίπωρος πλούσιος.
Παρέδωσε το Άγιο Ποτήριο τρέμοντας, στα χέρια του ιερέως, ο διάκονος και από τον τρόμο του λιποθύμησε…
O ιερεύς εις μάτην προσπαθούσε να πείσει τον πλούσιο να «ετοιμαστεί» για το τέλος! Αυτός τίποτα! Πέθανε τελικά χωρίς Θεία Κοινωνία και χωρίς Εξομολόγηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ. ΠΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ιούλιος - Αύγουστος 2019
Η Επιστροφή Του Ελαιώνος
Ο Όσιος Λαυρέντιος (†1770), ο κτήτορας της Ι. Μονής Φανερωμένης Σαλαμίνος, είχε πατρίδα τα Μέγαρα. Η Υπεραγία Θεοτόκος του φανέρωσε με όραμα πού υπήρχαν τα ερείπια παλαιάς Μονής στο βόρειο μέρος της Σαλαμίνος, καθώς και τα όρια των κτημάτων της.
Αφού ο Όσιος επανίδρυσε τη Μονή, προσπάθησε να επανακτήσει τα καταπατημένα κτήματά της. Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να τα πάρει όλα, εκτός από ένα μεγάλο ελαιώνα στην Γλυφάδα, που τον είχε καταλάβει ένας πανίσχυρος Τούρκος άρχοντας. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, ο Όσιος δεν μπόρεσε να επανακτήσει αυτό τον ελαιώνα. Για τον σκοπό αυτό πήγε και στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάσθηκε στον Πατριάρχη, αλλ’ ούτε έτσι κατάφερε τίποτε.
Έπειτα από αρκετό καιρό αρρώστησε βαρειά η σύζυγος του Τούρκου άρχοντα. Κανείς γιατρός και κανένα φάρμακο δεν μπόρεσαν να τη θεραπεύσουν.
Έφθασε τότε στ’ αυτιά της η φήμη για τη δύναμη των προσευχών του Οσίου Λαυρεντίου. Έμαθε ότι θεράπευσε πολλούς και στην Αθήνα, όπου και η ίδια κατοικούσε. Παρακάλεσε λοιπόν τον άνδρα της να της επιτρέψει να καλέσει σε βοήθεια τον Όσιο. Εκείνος εξαγριώθηκε μόλις άκουσε την παράκληση της αρχόντισσας και φρύαξε από τον θυμό του. Βλέποντας όμως ότι η κατάστασή της χειροτέρευε διαρκώς και πλησίαζε στον θάνατο, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει και κάλεσε τον Όσιο.
Ο Όσιος δεν περιφρόνησε τον ιερόσυλο Τούρκο, αλλά ήρθε στο αρχοντικό του, πλησίασε την άρρωστη, έκανε με το ραβδί του πάνω της το σημείο του Σταυρού, διάβασε σχετικές προσευχές και έφυγε.
Την επομένη, η μελλοθάνατη άρχισε να καλυτερεύει και σε λίγο καιρό σηκώθηκε εντελώς υγιής! Ο Τούρκος άρχοντας κάλεσε τότε τον Όσιο και αφού του ζήτησε συγνώμη, απέδωσε με επίσημα έγγραφα στην Ι. Μονή Φανερωμένης τον ελαιώνα (Συναξαριστής Γ΄).
Μάιος - Ιούνιος 2019
Έχουμε Φοβερά Προβλήματα
Τι σας είπε ο Γέροντας Πορφύριος για τα παιδιά;
— Να συμπεριφερόμαστε στα παιδιά μας με αγάπη και καλοσύνη και να κάνουμε προσευχή στο Θεό.
— Πόσα παιδιά έχετε;
— Τρεις γιούς.
Πήγαινα και του έλεγα: «Γέροντα, έχουμε προβλήματα με τα παιδιά»». «Θα λυθούνε», μου έλεγε: «Θα έρθει η ώρα που θα λυθούνε». Εσύ να κάνεις προσευχή και ο Θεός θα μιλήσει στη ψυχή τους και θα δεις πως όλοι θα γίνουνε πολύ καλοί».
— Τι είδους προσευχή σου έλεγε;
— Μου έλεγε: «Να κάνεις προσευχή». Τον ρώτησα: «Τι να λέω;» Και μου είπε: «Δικά σου λόγια, ό,τι θέλεις. Θα του πεις αυτά που νομίζεις με δικά σου λόγια και Εκείνος ξέρει. Δε θέλει να του πεις ειδικά».
Άλλη φορά πάλι που πήγα, μου είπε: «Προσευχή θα κάνουμε τώρα». Ρώτησα: «Τι να πω Γέροντα; Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με;» «Ναι, αυτό, αυτό. Τώρα γονάτισε κάτω και θα λέω εγώ και θα λες και συ…»
Και την λέγαμε και οι δύο από μέσα μας.
Μέναμε εκεί κάμποση ώρα γονατιστοί και περίμενα να μου πει «εντάξει, φθάνει» και μου έλεγε «εντάξει, τώρα πήγαινε κι άλλη φορά πάλι».
— Όταν έκανες προσευχή με τον Γέροντα, Ξένια, ένιωθες κάτι το ξεχωριστό το ιδιαίτερο;
— Ναι, πάντα. Πάντα πήγαινα με στεναχώρια και έφευγα χαρούμενη. Λες και δεν είχα προβλήματα.
(Γέροντας Παΐσιος και Γέροντας Πορφύριος σελ.78,79)
Μάρτιος - Απρίλιος 2019
Το θαύμα της πόρνης
Μιά πονεμένη χήρα μάνα βρίσκεται σ’ ἕνα νοσοκομεῖο μέ τό δίχρονο παιδάκι της νά χαροπαλεύει ἀπό λευχαιμία. Ὁ πόνος της εἶναι μεγάλος, διότι ἤδη ἔχει χάσει ἄλλα δυό παιδιά, καί τώρα ἔβλεπε νά τῆς φεύγει καί τό τελευταῖο, τρίτο βλαστάρι της. Ὅσο περνοῦσαν οἱ ὧρες, τόσο καί πιό πολύ μεγάλωνε ἡ ἀπελπισία της.
Ἦταν ἤδη 2:00 μετά τά μεσάνυκτα, ὅταν ὅλως ἐκτάκτως πέρασε ἀπό τό θάλαμο ὁ διευθυντής τοῦ τμήματος, νά δεῖ ἕνα διπλανό κοριτσάκι «ἐπί πληρωμή» καί ἀπό παρόρμησι πρόσεξε καί τό δίχρονο παιδάκι τῆς χαροκαμένης ἐκείνης μάνας. Τό ἐξέτασε καί τῆς εἶπε:
– Λυπᾶμαι πολύ κυρία μου. Πάρε τό παιδάκι σου καί φύγε τώρα, γιά νά πεθάνη τουλάχιστον στήν ἀγκαλιά σου καί στό σπίτι σου.
Σάν τό ἄκουσε αὐτό ἡ δύστυχη μάνα ἀπό τό στόμα τοῦ γιατροῦ, μέ λυγμούς, τύλιξε τό παιδάκι της μέ μία κουβερτούλα, τό ἕσφιξε στήν ἀγκαλιά της καί ἔφυγε τρέχοντας. Βγῆκε στό δρόμο… Παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἐρημιά καί ἡσυχία. Τίποτα δέν κυκλοφοροῦσε.
Σέ μία στροφή τοῦ δρόμου, βλέπει ξαφνικά μπροστά της μία νεαρή σχετικά γυναίκα, περίπου 30 ἐτῶν. Μόλις εἶχε τελειώσει τή «δουλειά της», ἦταν πόρνη.
Μόλις ἔφθασε ἡ μάνα μπροστά της, τήν σταμάτησε καί τῆς ἔβαλε μέ βία τό παιδάκι της μέσα στήν ἀγκαλιά της. Ταυτόχρονα, ἔπεσε στά πόδια της καί φώναξε:
– Σῶσε τό παιδί μου! Σῶσε τό παιδί μουουουου!!!
Τά ἔχασε αὐτή! Πόρνη ἦταν, ἁμαρτωλή ἦταν, βυθισμένη στό βοῦρκο τῆς ἀκολασίας! Τί νά κάνει; Στά πόδια της μία μάνα, στά χέρια της ἕνα παιδί πού ἔσβηνε. Τό εἶδε ὅτι ἔσβηνε. Σήκωσε τά μάτια της στόν οὐρανό καί εἶπε μέ δυνατή φωνή:
– Τί προσευχή νά κάνω τώρα Θεέ μου; Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή, ἐγώ εἶμαι πόρνη! Τώρα μόλις «τελείωσα» τήν δουλειά μου. Ἄν δέν μ’ ἀκοῦς ἐμένα –καί δέν θά μέ ἀκούσεις, βέβαια, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλή- ἄκουσε τουλάχιστον αὐτή τήν πονεμένη μάνα.
Ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε τό θαῦμα!!! Κατέβηκε ἕνα φῶς ἀπό τόν οὐρανό. Τό παιδί ἄνοιξε τά ματάκια του και φώναξε: «Μανούλα μου!» κι ἅπλωσε τά χεράκια του ἀγκαλιάζοντας τήν πόρνη, γιατί νόμισε ὅτι αὐτή ἦταν ἡ μανούλα του. Πάρ’ τό τῆς εἶπε. Ὁ Θεός ἔκανε τό θαῦμα Του!
Ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή μίας ἁμαρτωλῆς, μίας πόρνης καί ὄχι τῆς μάνας!
Αὐτό συντάραξε τά λιμνάζοντα «νερά» στή ψυχή τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ὥστε μέ συντριβή καί μετάνοια, καί μέ ἐξομολόγηση, ὁριστικά πλέον ἄλλαξε τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας μέ τή νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Δόξα στό Ὄνομά σου, Κύριε!
Πηγή: π. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου,
«Πνευματικές διαδρομές στούς μακαρισμούς» σελ.47