Μάϊος - Ιούνιος 2022
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες
Η Δοξολογική Προσευχή
Περνούσε ο π. Παΐσιος αρκετές ώρες κάνοντας το εργόχειρό του και προσευχόμενος λέγοντας το «Δόξα σοι ο Θεός». Ήθελε ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό να ζητήσει συγνώμη από το Θεό για τις αμαρτίες του και να τον δοξολογεί όπως οι Άγγελοι του Κυρίου. Με το «Δόξα σοι ο Θεός» ευχαριστούσε για το ότι ζούσε, αλλά και για το ότι θα πέθαινε και θα πήγαινε κοντά Του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Γέροντας, τα περισσότερα χρόνια του βίου του, είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά ποτέ δεν προσευχήθηκε για την ίαση των ασθενειών. Είχε μάθει να ζει συντροφιά με τον πόνο που μερικές φορές γινόταν ανυπόφορος. Σαν χάπι για τον πόνο, σαν ασπιρίνη, σαν αναλγητικό χρησιμοποιούσε την προσευχή και κυρίως το «Δόξα σοι ο Θεός».
Ακολουθώντας τον πνευματικό του, τον παπά Τύχωνα, τον Ρώσο, θεωρούσε το «Δόξα σοι ο Θεός» ανώτερο από την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν δηλαδή δοξάζει κανείς τον Θεό από φιλότιμο, αυτό έχει μεγαλύτερη αξία από το να ζητά το έλεος του Θεού από ανάγκη. Η δοξολογία στον Θεό εμπεριέχει μετάνοια και ταπείνωση και φέρνει θεία παρηγοριά.
Δίδασκε ο Γέροντας Παΐσιος την ανάγκη να ευχαριστούμε και να ευγνωμονούμε καθημερινά τον Θεό για τα πολλά δώρα Του. Ακόμα όμως και σε περιόδους πίκρας, ασθενειών, δοκιμασιών, ακυρώσεων, η ευχαριστία στον Δημιουργό θα πρέπει να υπάρχει αδιατάραχτη.
Είναι συγκλονιστική η εμπειρία που βίωσε ο ασκητής της ερήμου, ο π. Παΐσιος, όταν παρακάλεσε τον Θεό να του μάθει να προσεύχεται με δάκρυα. Ως νέος, αρχικά εξομολογούνταν στον Θεό το πόσο αμαρτωλός, το πόσο αχάριστος ήταν και το πόσο θα ήθελε να διορθωθεί, να αλλάξει ζωή. Ζητούσε τη βοήθεια Του, προκειμένου να διορθωθεί. Στη συνέχεια, με δάκρυα μετάνοιας και συντριβής, ως νέος κατέθετε τα αιτήματά του προς τον Θεό.
Αυτό συγκλόνισε τον Γέροντα Παΐσιο. Τον συγκίνησε, τον δίδαξε πως είναι να πέφτεις και να σηκώνεσαι. Πονώντας, να προχωράς σ’ έναν δρόμο που μοιάζει ατέλειωτος, αλλά δεν είναι. Στο τέρμα του δρόμου, της επίγειας διαδρομής μας, υπάρχει Εκείνος που μας περιμένει με αγάπη. Αυτός που δεν εγκαταλείπει ποτέ τον μετανοούντα, τον αμαρτωλό, τον αχάριστο.
Στον μοναχό, στον ασκητή, έλεγε ο Γέροντας, αρμόζει το να βρίσκεται μόνος του και να αναπαύεται περισσότερο στην προσευχή. Άλλωστε γι’ αυτό λέγεται και Μοναχός. Να ζει μόνος του με τον Θεό, να συνομιλεί αδιάλειπτα μαζί Του, παρά να κουβεντιάζει με τους ανθρώπους.
Όσο αποφεύγει κανείς τις άσκοπες και μάταιες συνομιλίες με τους ανθρώπους, τόσο περισσότερο βοηθιέται από την προσευχή και βοηθάει με την προσευχή του τους ανθρώπους. Οι κοσμικές συζητήσεις συχνά είναι πνευματικά παράσιτα και χαμένος χρόνος και κόπος. Έλεγε ο π. Παΐσιος, ότι η πνευματική μελέτη θερμαίνει την ψυχή. Η μελέτη του εαυτού μας φέρνει την ταπείνωση, την ανάγκη της προσευχής, του ελέους του Θεού. Η πολλή εργασία με την κόπωση που προκαλεί και τον περισπασμό, ιδίως όταν γίνεται με βιασύνη από τον Μοναχό, παραμερίζει τη νίψη και αγριεύει την ψυχή. Με το μυαλό δεν μπορεί, έλεγε ο Γέροντας, να καταλάβει κανείς τις θείες ενέργειες, εάν δεν ασκηθεί πρώτα να τις ζήσει, για να ενεργήσει μέσα του η Χάρη του Θεού.
Όσοι ασκούνται Πατερικά, γίνονται πρακτικοί Θεολόγοι με την επίσκεψη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όσοι βιάζονται να κάνουν τον πνευματικό πατέρα, τον δάσκαλο στους άλλους, ενώ έχουν πολλές τοξίνες ακόμη, μοιάζουν με τα άγουρα στυφά κυδώνια που όση ζάχαρη και εάν ρίξουμε, πάλι γλυκό της προκοπής δεν γίνεται.
(Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες του Αγ. Παϊσίου, σελ. 174, 176)
Μάρτιος - Απρίλιος 2022
Η Προσευχή του Γέροντα στην Παναγούδα
Ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος αποκάλυπτε κατά διαστήματα σε πνευματικά του τέκνα τον τρόπο της προσευχής του. Αγόγγυστα θυσιαζόταν για τους άλλους, επειδή καρδιακά αγαπούσε ακόμα και τους εχθρούς του. Μέσω της προσευχής παρακαλούσε τον Θεό να τους αναπαύσει, να αναπαύσει όλους εμάς που έχουμε ξεχάσει να προσευχόμαστε. Το βάθος της προσευχής του θα μείνει για πάντα άγνωστο, ένα καλά κρυμμένο μυστικό.
Προσεύχονταν με όλη τη δύναμη του «είναι» της ψυχής και της καρδιάς του. Προσευχή καρδιακή και για όλους όσους οι καρδιές τους παρέμεναν ανενεργές, αμέτοχες. Δεν άφησε καμία θεϊκή κλήση αναπάντητη. Ήταν πάντοτε όρθιος, έτοιμος να θυσιαστεί για τον πλησίον. «Ένα καρδιακό Κύριε Ελέησον» που έλεγε ο Άγιος Παΐσιος, «μπορεί να ισοδυναμεί με μια ολόκληρη αγρυπνία.
Από την καρδιά του αντλούσε το φως και με τα δάκρυά του έπλενε τις δικές σου, τις δικές μου αμαρτίες και ας αγνοούσαμε οι περισσότεροι την παρουσία του. Άρχιζε την προσευχή του λέγοντας πρώτα λίγες φορές ψιθυριστά: «Ο Θεός ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18:13).
Έλεγε συνέχεια «Κύριε, Ιησού Χριστέ» (εισπνοή) «ελέησόν με» (εκπνοή). Πολλές φορές βυθιζόταν στην ευχή, χανόταν μέσα στα λόγια της, άρπαζε η καρδιά του φωτιά και καίγονταν. Βρισκόταν σ’ ένα γλυκό, ουράνιο βύθισμα χωρίς αρχή και τέλος. Τότε ξεχνούσε τα πάντα. Βυθιζόταν σε παραδεισένιες συχνότητες. Δεν ήθελε τίποτε άλλο να κάνει το μυαλό. Ο νους του σταματούσε να λειτουργεί.
Είχε αγκαλιάσει τον Χριστό τόσο δυνατά, που δεν ήθελε να Τον αποχωριστεί ούτε για λίγο. Η ψυχή αισθανόταν τη γλυκύτητα της θεϊκής αγάπης, σκιρτούσε από ευγνωμοσύνη και χαρά.
(Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες του Αγ. Παϊσίου, σελ. 173, 174)
Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2022
Η Ζωή στην Παναγούδα
H τελευταία Καλύβα του Αγίου είναι η Παναγούδα (Γενέθλιον της Θεοτόκου Μονής Κουτλουμουσίου). Εκεί εγκαταβίωσε από το 1979 μέχρι και το 1993.
Συνδύασε άριστα τη διακονία προς τους ανθρώπους και την ησυχαστική ζωή. Με τη χαρισματική του διόραση διερευνούσε όχι μόνο τις διαθέσεις, αλλά και τη σοβαρότητα των προβλημάτων των προσερχομένων.
Με το πέρασμα του χρόνου ο αριθμός των επισκεπτών αυξήθηκε υπερβολικά και ξεπερνούσε τα όρια της αντοχής του. Έλεγε εξομολογητικά: «Δεν ορίζω τον εαυτό μου. Έχω γίνει πρόγραμμα των ανθρώπων. Παλαιά ο νους μου βυθιζόταν στην ευχή. Τώρα ζω τα προβλήματα των ανθρώπων. Πολλές φορές πετιέμαι στον ύπνο!»
Τότε ήταν που σκεφτόταν σοβαρά να βρει ησυχαστικό μέρος και εκτός του Αγίου Όρους. Σκεφτόταν να επιστρέψει στο αγαπημένο του Σινά για πάντα, παρά τα προβλήματα υγείας του. Η έρημος ήταν ο διαχρονικός του πόθος. Πάνω της ακούμπησε τα βάρη του, τους προβληματισμούς του. Όμως απότομα έγινε εμφανής η αλλαγή της στάσης του. Διέκοψε τελείως και για πάντα τις αγαπημένες του εξόδους για προσευχή στο δάσος και περιόρισε τις ώρες εγκλεισμού στο κελί του. Υπάρχει μαρτυρία, ότι εμφανίστηκε η Παναγιά και του είπε: «Η δική μου δουλειά είναι να φυλάω τα σύνορά σας και το κάνω. Έτσι και εσύ να δέχεσαι τον κόσμο ανεξαιρέτως, γιατί έχουν ανάγκη».
Ο Γέροντας Παΐσιος υπάκουσε ταπεινά στην Παναγιά. Έβαλε και επίσημα με εντολή της το διακόνημα της παρηγοριάς των πονεμένων. Παρότι όμως τους δεχόταν όλους με αγάπη θυσιαστική, ο κόσμος δεν τον αλλοίωσε, δεν τον εκοσμίκευσε. Αντίθετα, ο Γέροντας με την χάρη του Θεού και την ευλογία της Παναγίας μεταμόρφωνε τους ανθρώπους.
Βίωνε και στην Παναγούδα υπερφυσικές καταστάσεις, άγνωστες στους πολλούς. Έβλεπε καθαρά την άλλη ζωή, την αιώνια, την αληθινή, που εμείς δεν μπορούμε να δούμε λόγω της αμαρτωλότητάς μας. Τις νύχτες και όταν ήταν μόνος στο κελί του ανέφερε με την προσευχή του τα αιτήματα των ανθρώπων στον Θεό και όταν ήταν με τους ανθρώπους «κήρυττε Χριστόν».
Όλη η ζωή του περιστρεφόταν γύρω απ’ αυτόν τον άξονα και έτσι το άρωμα της αγιότητάς του έφτασε και εκτός του Αγίου Όρους, σε ολόκληρο τον κόσμο.
(Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες του Αγ. Παϊσίου, σελ. 172, 173)
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2021
Διακονία Προς Τους Ανθρώπους Και Ησυχαστική Ζωή
Καθημερινά ένα ανθρώπινο ποτάμι προσκυνητών κατευθυνόταν στην Παναγούδα. Άνθρωποι από παντού, κάθε τάξης και μορφωτικού επιπέδου ανεβοκατέβαιναν το μονοπάτι που διέσχιζε το Κουτλουμουσιανό λιβάδι. Όλοι σχεδόν είχαν την ίδια αγωνία, να μπορέσουν να τον συναντήσουν.
Συνειδητοποιούσαν οι επισκέπτες, ότι όσο πλησίαζαν στο κελλάκι του Γέροντα Παϊσίου, τόσο οι χτύποι της καρδιάς τους για τον ασκητή της αγάπης που επιτελούσε θαύματα, δυνάμωναν. Έτσι έκαναν πράξη την επιθυμία τους να τον επισκεφτούν.
Μία ατμόσφαιρα μυστηρίου επικρατεί, που σε κάνει να θέλεις αχόρταγα να βυθίζεσαι στην ησυχία της προσευχής και της σιωπής. Εδώ δεν υπάρχει κοσμική απραξία, πλήξη, ραθυμία. Δεν υπάρχει στους πολλούς έπαρση, αλαζονεία. Τα κεφάλια είναι σκυμμένα, τα βήματα αργά, αλλά όχι νωχελικά.
Το νιώθεις, ότι όσο πλησιάζουν στο κελί του Γέροντα οι μέριμνες, οι ανησυχίες, οι έννοιες υποχωρούν μπροστά στο βάθος της προσωπικής, μυστικής ζωής του Παϊσίου.
Ακόμα και οι αμύητοι στην πνευματική ζωή αντιλαμβάνονται την καλά κρυμμένη αγιότητα. Όχι ασφαλώς με τον τρόπο που την κατανοούν οι εκλεκτοί, οι μαθητές του Χριστού, αλλά με έναν τρόπο χαριτωμένο, παιδικό, λίγο ανώριμο, αλλά καθαρό.
Οι πιο έμπειροι στην πνευματική ζωή μιλούσαν στους αμύητους επισκέπτες για την άλλη ζωή με πολλή θέρμη και συνάμα με αφέλεια ελκυστική, σαν να μιλούσαν για τα κτήματά τους. Άρεσε στους κατηχούμενους, στους νεοφώτιστους ο πληθωρικός και άδολος τρόπος τους.
Μα το επίκεντρο ήταν ο Άγιος Παΐσιος, η αγνή ψυχή και η ανιδιοτελής αγάπη του. Η ασκητική πνευματική του παράδοση που από μικρό παιδάκι καλλιεργούσε από την εποχή της Κόνιτσας...
Όταν τελικά τον συνάντησαν οι νεοφώτιστοι προσκυνητές, αιφνιδιάστηκαν με την απλότητα και την καθαρότητά του. Ο αυθεντικός ασκητής είχε κερδίσει, πότε με τη σιωπή και πότε με τη σοφία των λόγων του, τις καρδιές τους. Αφυπνίζονταν από τα λόγια και κυρίως από το παράδειγμά του και ένιωθαν ευλογημένοι από τη συνάντηση μαζί του.
(Μιλτιάδης Βιτάλης
«Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες»,
Του Αγ. Παϊσίου, σελ. 170-171)
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2021
Ο Άγιος Παΐσιος στο Στρατό
Στο γραφείο Διαβιβάσεων (που υπηρέτησε) ο ένας μου έλεγε ψέματα: «Έρχεται ο πατέρας μου και πρέπει να πάω να το δω. Σε παρακαλώ, κάθισε λίγο στη θέση μου». Ο άλλος: «Ήρθε η αδελφή μου» και δεν ήταν ούτε καν αδελφή του. Κάποιος άλλος κάτι άλλο και εγώ καθόμουν συνέχεια στην υπηρεσία για τον ένα και για τον άλλον και θυσιαζόμουν.
Ύστερα σκούπιζα, καθάριζα, γιατί εκεί στη διμοιρία Διαβιβάσεων απαγορευόταν να μπαίνουν άλλοι. Ούτε αξιωματικός από άλλη υπηρεσία δεν μπορούσε να πάει μέσα, γιατί ήταν και καιρός πολέμου. Καθαρίστρια να πάρουμε δεν μπορούσαμε. Έπαιρνα λοιπόν τη σκούπα και καθάριζα όλους τους χώρους. Εκεί έμαθα να σκουπίζω. «Εδώ είναι μια υπηρεσία», έλεγα, «είναι κατά κάποιον τρόπο, ιερός χώρος, δεν κάνει να είναι ακατάστατα». Ούτε υποχρέωση είχα να σκουπίσω, ούτε ήξερα από σκούπισμα. Μήπως είχα πιάσει ποτέ σκούπα στο σπίτι μου. Και να ήθελα να πιάσω σκούπα, θα με σκότωνε στο ξύλο η αδελφή μου. «Καθαρίστρια» με έλεγαν οι άλλοι, «αιώνιο θύμα» με έλεγαν. Δεν τα λάμβανα υπ’ όψιν μου. Και ούτε για να ακούσω το «ευχαριστώ» το έκανα. Αλλά το έκανα από μέσα μου, γιατί το ένιωθα ως ανάγκη και το χαιρόμουν.
(«Πώς θα σώσουμε τα παιδιά μας»,
Γέροντας Παΐσιος, σελ. 302,303)