Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2021
Ο Άγιος Παΐσιος στο Στρατό
Στο γραφείο Διαβιβάσεων (που υπηρέτησε) ο ένας μου έλεγε ψέματα: «Έρχεται ο πατέρας μου και πρέπει να πάω να το δω. Σε παρακαλώ, κάθισε λίγο στη θέση μου». Ο άλλος: «Ήρθε η αδελφή μου» και δεν ήταν ούτε καν αδελφή του. Κάποιος άλλος κάτι άλλο και εγώ καθόμουν συνέχεια στην υπηρεσία για τον ένα και για τον άλλον και θυσιαζόμουν.
Ύστερα σκούπιζα, καθάριζα, γιατί εκεί στη διμοιρία Διαβιβάσεων απαγορευόταν να μπαίνουν άλλοι. Ούτε αξιωματικός από άλλη υπηρεσία δεν μπορούσε να πάει μέσα, γιατί ήταν και καιρός πολέμου. Καθαρίστρια να πάρουμε δεν μπορούσαμε. Έπαιρνα λοιπόν τη σκούπα και καθάριζα όλους τους χώρους. Εκεί έμαθα να σκουπίζω. «Εδώ είναι μια υπηρεσία», έλεγα, «είναι κατά κάποιον τρόπο, ιερός χώρος, δεν κάνει να είναι ακατάστατα». Ούτε υποχρέωση είχα να σκουπίσω, ούτε ήξερα από σκούπισμα. Μήπως είχα πιάσει ποτέ σκούπα στο σπίτι μου. Και να ήθελα να πιάσω σκούπα, θα με σκότωνε στο ξύλο η αδελφή μου. «Καθαρίστρια» με έλεγαν οι άλλοι, «αιώνιο θύμα» με έλεγαν. Δεν τα λάμβανα υπ’ όψιν μου. Και ούτε για να ακούσω το «ευχαριστώ» το έκανα. Αλλά το έκανα από μέσα μου, γιατί το ένιωθα ως ανάγκη και το χαιρόμουν.
(«Πώς θα σώσουμε τα παιδιά μας»,
Γέροντας Παΐσιος, σελ. 302,303)
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2021
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Ζωή Προσφοράς
Τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα του 1992, ενώ ο Γέροντας Παΐσιος μιλούσε στην αυλή του με τριάντα περίπου προσκυνητές, άρχισε να κόβει ένα μικρό ατομικό τσουρεκάκι που το είχε φέρει πριν λίγο ένας προσκυνητής. Το πρόσφερε ο Γέροντας στους επισκέπτες της καλύβης του… Πήραν όλοι και τελικά περίσσεψε κιόλας!
Βίωσαν λοιπόν οι επισκέπτες του Αγίου Παϊσίου το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Χωρίς φανφάρες, χωρίς πολλά λόγια. Τέτοια θαυμαστά γεγονότα δεν ήταν σπάνια στο καλυβάκι της Παναγούδας.
Ό,τι του έφερναν οι επισκέπτες, το πρόσφερε σε μοναχούς που εγκαταβίωναν σε γειτονικά κελιά. Δεν κρατούσε σχεδόν τίποτε ο ασκητής της αγάπης. Η χαρά της προσφοράς τον έτρεφε και αισθανόταν πληρότητα μεγάλη, όταν πρόσφερε πράγματα δικά του. Έλεγε ο Άγιος: «Όταν δίνει κανείς, αισθάνεται διπλή χαρά. Μία γιατί δίνει και μία γιατί χαίρεται ο άλλος που παίρνει».
Ετοίμαζε ο Άγιος Παΐσιος προσεκτικά τις ευλογίες (τα δώρα) που του έφερναν οι επισκέπτες στο κελί του και τα πήγαινε το βράδυ, ώστε να μην γίνεται αντιληπτός, σε ανήμπορα ηλικιωμένα γεροντάκια. Είχε κανόνα την προσφορά. Τον ανάπαυε να δίνει τα πάντα…ακόμα και το αίμα της καρδιάς του!
Χρήματα δεν κρατούσε, δεν ήθελε ούτε στα χέρια του να τα πιάνει! Είχε αρνηθεί μεγάλα ποσά από πλουσίους, τους οποίους είχε ευεργετήσει ο ίδιος μέσω της προσευχής. Θαυμαστές ιάσεις, αναρρώσεις ασθενών έγιναν πολλές, αλλά δεν δέχτηκε τα χρήματα και τα δώρα που του έστελναν από ευγνωμοσύνη. Τα θεωρούσε βάρος ασήκωτο.
Από τα χρήματα που του άφηναν κρυφά, κρατούσε ελάχιστα μήπως χρειασθεί να βοηθήσει κάποιον επισκέπτη για επείγουσα και σοβαρή ανάγκη. Τα υπόλοιπα τα μοίραζε, τα έδινε ελεημοσύνη, χωρίς να εξετάζει αν ο άλλος τα είχε πραγματική ανάγκη. Τον ενδιέφερε μόνο να δίνει, να προσφέρει ακόμα και από τα ελάχιστα αναγκαία που είχε στο κελί του.
(Μιλτιάδης Βιτάλης, «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες» του Αγ. Παϊσίου, σελ.169,170)
Ιούλιος - Αύγουστος 2021
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Η Παναγία και το Καντήλι της
Την Παναγία την είχε σαν μάνα του (ο Γέροντας Παΐσιος). Την ένιωθε δική του μητέρα και όχι σπάνια, με απλότητα μικρού παιδιού της ζητούσε να στηρίξει επισκέπτες και προσκυνητές.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την εμφάνιση του Χριστού και συνέβη στον Γέροντα Παϊσιο ένα ακόμη θαυμαστό και θείο γεγονός, την ώρα που στο μικρό εκκλησάκι της καλύβης του διάβαζε ο διάκονος το Τροπάριο «Μαρία, Μήτερ Θεού, της ευωδίας το σεπτόν σκήνωμα».
Ήταν παραμονή της εορτής του Τιμίου Σταυρού και μαζί του ήταν τότε ο διάκονος και νυν Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος, ένας σπουδαίος κληρικός με σημαντική και αξιέπαινη ποιμαντορική και φιλανθρωπική δράση. Έκαναν μαζί αγρυπνία και το πρωί θα ερχόταν παπάς για τη Θεία Λειτουργία από τη Μονή Σταυρονικήτα. Ο Γέροντας στεκόταν δίπλα στον διάκο και έκανε συνεχώς εδαφιαίες μετάνοιες σε όλη τη διάρκεια της Ακολουθίας της Μεταλήψεως.
Ήταν μία παρά, περασμένα μεσάνυχτα και ο διάκος καθόταν στο μοναδικό στασίδι που υπήρχε, κρατώντας ένα κερί για να μπορεί να διαβάζει τη Θεία Μετάληψη. Τότε μέσα στο εκκλησάκι ακούστηκε ένας απαλός θόρυβος σαν αύρα θαλασσινή σε παραδεισένιο τοπίο. Την ίδια στιγμή το σχεδόν σκοτεινό εκκλησάκι που φωτιζόταν μόνο από τα καντήλια και τα κεριά, φωτίστηκε με ουράνιο φως που έμοιαζε σαν προβολέας με λευκό φως. Ταυτόχρονα το καντήλι της Παναγίας άρχισε να πηγαινοέρχεται σαν εκκρεμές, ενώ τα υπόλοιπα καντήλια παρέμεναν ακίνητα.
Έκπληκτος ο διάκος παρατηρούσε το υπερφυσικό γεγονός. Τότε στράφηκε με απορία και δέος μαζί στον π. Παΐσιο που του έκανε νόημα να σωπάσει. Αμήχανος απ’ όσα συνέβαιναν στο εκκλησάκι, όπου επικρατούσε ουράνια γαλήνη, μετά από λίγο συνέχισε από μόνος του να διαβάζει την Ακολουθία, ενώ μια ανατριχίλα διαπερνούσε το κορμί του. Ο Γέροντας είχε τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. Ήταν σκυφτός με το κεφάλι του να ακουμπάει στο δάπεδο.
Το θεϊκό αυτό γεγονός κράτησε περίπου μία ώρα. Είχε χαθεί η αίσθηση του χρόνου, όταν στο σημείο που ο διάκος έφτασε στην ευχή, «από ρυπαρών χειλέων…» σιγά σιγά έσβησε το δυνατό φως και σταμάτησε να κουνιέται το καντήλι της Παναγίας.
Λίγο αργότερα, όταν επέστρεψαν οι δυο τους στον κύριο χώρο της καλύβης, ρώτησε ο διάκος τον π. Παΐσιο:
– «Γέροντα, τι ήταν αυτό το πράγμα;»
– «Ποιο πράγμα;»
– «Το καντήλι. Πως κουνιόταν το καντήλι τόση ώρα;»
– «Τι είδες;»
– «Κουνιόταν το καντήλι της Παναγίας δεξιά - αριστερά».
– «Μόνο αυτό είδες;»
– «Και φως …άπλετο φως!»’
– «Άλλο;»
– «Δεν είδα τίποτε άλλο».
– «Τίποτε δεν ήταν… Δεν ξέρεις ότι στο Άγιο Όρος η Παναγία περνάει κάθε βράδυ από τα Μοναστήρια και τα Κελιά και βλέπει τι κάνουν οι μοναχοί; Πέρασε και από εδώ, είδε δυο παλαβούς που διάβαζαν και κούνησε το καντήλι να τους χαιρετήσει!»
Κάποια άλλη φορά, σε μια άλλη συνάντησή τους, αποκάλυψε ο Γέροντας Παΐσιος στον π. Αθανάσιο, ότι εκείνο το βράδυ είχε περάσει η ίδια η Παναγία από το εκκλησάκι της καλύβης. Απλά δεν μπόρεσε τότε, δεν το επιθυμούσε η ίδια, να τη δει ο διάκος, στα μάτια του οποίου η Παναγία ήταν αόρατη.
Ο νυν Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος ακόμα μέχρι σήμερα θυμάται με μεγάλη συγκίνηση, όσα θαυμαστά βίωσε εκείνο το βράδυ στο αγιασμένο εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού.
Ο Γέροντας βίωνε συχνά θαυμαστά γεγονότα που όπως έλεγε, τονώνουν την πίστη, θερμαίνουν την ψυχή και φουντώνουν την αγάπη του ανθρώπου για τα θεία. Βγαίνει ο Χριστιανός από τα πεζά, τα φθαρτά και βιώνει ουράνιες καταστάσεις.
Είναι γεγονός, ότι ο Γέροντας δεν υπολόγιζε καθόλου τον εαυτό του. Τον είχε για πέταμα, λόγω της ταπείνωσής του. Όλη του η μέριμνα ήταν να αναπαύσει, να στηρίξει, να διακονήσει, να θεραπεύσει τους άλλους.
(Μιλτιάδης Βιτάλης «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες» του αγ. Παϊσίου, σελ. 161,162,163)
«Η καλοσύνη μαλακώνει και ανοίγει την καρδιά, σαν το λάδι την σκουριασμένη κλειδαριά». Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Μάιος - Ιούνιος 2021
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Αγαπούσε τον Χριστό
Eίναι συγκλονιστική η διδασκαλία του Ιησού Χριστού και των μαθητών Του. Είναι καιρός να ακουμπήσουμε τα βάρη μας πάνω Του. Να μαθητεύσουμε κοντά σε αγιασμένους γέροντες και γερόντισσες. Κουραστήκαμε να εμπιστευόμαστε τυφλά τις ανούσιες και άκαιρες επιλογές μας. Τις ανίερες προσπάθειες και τις αποστασίες μας. Έτσι, κουραστήκαμε να διαψευδόμαστε από τον ίδιο τον εαυτό μας. Να μας ακυρώνουν οι δήθεν ελεύθερες επιλογές μας, η αλαζονεία, η απιστία μας.
Μόνη λύση να Του παραδοθούμε. Περιμένει από εμάς μία ελάχιστη κίνηση μετάνοιας, ένα νεύμα, μια πρόσκληση, ένα κάλεσμα, έστω και αμήχανο. Για να βάλει Εκείνος μετά την απαιτούμενη δύναμη, ώστε να μας στηρίξει αποφασιστικά.
Χιλιάδες είναι οι αφορμές που μας δίνει ο Χριστός για να μας αποκαλύψει την Αγιασμένη Παρουσία Του. Χιλιάδες είναι οι αφορμές για να μας πει, ότι είναι Παρών στη ζωή μας.
Στην αγκαλιά Του βρίσκει καταφύγιο το κάθε δάκρυ, η κάθε σταγόνα αίμα που χύνουμε, ο ιδρώτας, ο κόπος μας. Ανεξήγητο μυστήριο ο άνθρωπος που διστάζει ή και φοβάται να πλησιάσει τον Δημιουργό του. Έτσι πολύ εύκολα γλίστρησε στην αγκαλιά των δαιμόνων και χάνεται στου Άδη τα μονοπάτια.
Τι ήταν ο Γέροντας Παϊσιος; Ένας χωματένιος άνθρωπος, ταπεινός, πράος, που έγινε τίποτα και κέρδισε τα πάντα από τον Χριστό. Στερήθηκε, μάτωσε, αγωνίστηκε, ασκήθηκε και έτσι έζησε την πληρότητα των μακαρίων υποσχέσεων. Αναγνώρισε με ταπείνωση την αμαρτωλότητά του, έλιωσε τη σάρκα μέσα από υπεράνθρωπες νηστείες και θυσίες. Άγρυπνος βιαστής της φύσης του. Μιλούσε περισσότερο με τα μάτια, παρά με το στόμα. Επικοινωνούσε μέσα από τη σιωπή και οι αναστεναγμοί της προσευχής του έφταναν αβίαστα μέχρι τον θρόνο του Θεού.
Η παρουσία του θυσιαστικό παράδειγμα, η αγιασμένη βιωτή του στήριξε όχι μόνο το Άγιο Όρος, αλλά την Εκκλησία, την Ορθοδοξία, την Οικουμένη.
Πόσοι από εμάς μπορούμε να βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής μας τον ίδιο τον Ιησού Χριστό; Να γευόμαστε τέτοιες θεϊκές χαρές λόγω της εξαγιασμένης ζωής μας; Τι γεννά το μυστήριο του θεωμένου ανθρώπου; Τα δάκρυα των ματιών του αναμεμειγμένα με το αίμα του Χριστού. Η μετάνοιά του γονιμοποιημένη από τη Χάρη του Θεού. Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο παππούλης μας, ο Γέροντας της καρδιάς μας.
Έκλαιγες Παϊσιε για όλες και όλους εμάς, μέχρι να περάσει ο πόνος, η ασθένεια, μέχρι να οικονομηθεί η δυσκολία μας. Κοιμήθηκες τόσο λίγο, πόνεσες τόσο βαθιά, έκλαψες τόσο πολύ! Όχι μόνο για τις δικές σου αμαρτίες (που ήταν ελάχιστες), αλλά κυρίως για τις δικές μας που είναι ασήκωτες.
(Μιλτιάδης Βιτάλης, «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες»
Του Αγίου Παϊσίου, σελ. 159-161)
Μάρτιος - Απρίλιος 2021
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Εμφάνιση του Χριστού
Το παρακάτω θαυμαστό γεγονός διαδραματίζεται στις 26 Μαΐου του 1977 κατά τις πεντέμισι η ώρα το πρωί (το προηγούμενο βράδυ ήταν του Τιμίου Προδρόμου) και ξημέρωνε του Αγίου Κάρπου. Ο Γέροντας όλη εκείνη την περίοδο βρισκόταν για ημέρες σε κατάσταση «αρπαγής». Ζούσε έντονες πνευματικές καταστάσεις. Είχε κλειστεί στο καλυβάκι του και δεν μιλούσε σε κανέναν γι’ αυτές. Τσάκιζε τη σάρκα και τα κόκαλά του και είχε μια μεγάλη εσωτερική πνευματική αλλοίωση. Βρισκόταν σ’ αυτή την πνευματική κατάσταση από το Άγιο Πάσχα και τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα.
Ξημερώματα του Αγίου Κάρπου και ενώ είχε αρχίσει να φωτίζει, προσευχόταν ο Άγιος με δάκρυα συντριβής. Σε μια στιγμή σαν να χάθηκε ο τοίχος της καλύβης (δίπλα στο κρεβάτι προς το εργαστήριο). Βλέπει τότε τον Χριστό μέσα σε άπλετο λευκό φως, σε απόσταση έξι μέτρων περίπου. Έφυγε δηλαδή όλος ο δυτικός τοίχος της καλύβης και εμφανίστηκε ο Χριστός, όπως εικονίζεται στον Κήπο της Γεθσημανής.
«Έλαμπε τόσο το πρόσωπό Του και η γλυκιά Του όψη σε διέλυε», έγραψε ο Άγιος σε επιστολή του. «Τον έβλεπα με τα μάτια της ψυχής, γιατί όπως είδα, τα μάτια του σώματος σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι άχρηστα. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η λαμπερή εκείνη όψη Του με την γλυκιά εκείνη θεία πραότητα. Και εκείνο που σκέφτηκα όταν Τον είδα, είναι, πως μπόρεσαν οι άνθρωποι να φερθούν τόσο απάνθρωπα στον Θεάνθρωπο Ιησού; Πώς μπόρεσαν να μπήξουν καρφιά σ’ αυτό το σώμα;…Απόμεινα! Τι γλυκύτητα ένιωθα! Τι αγαλλίαση! Δεν μπορώ να εκφράσω με δικά μου λόγια την ομορφιά αυτή. Ήταν αυτό που λέει: Ο ωραίος κάλλει παρά τους οφθαλμούς των ανθρώπων. Θα άξιζε να αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια για να δει αυτή την ομορφιά για μια στιγμή και μόνο. Τι μεγάλα και ανείπωτα είναι δυνατόν να χαριστούν στον άνθρωπο και με τι τιποτένια ασχολούμαστε!»
Αργότερα στην Αδελφότητα της Σουρωτής έλεγε ο π. Παΐσιος, ότι θεωρούσε αναίδεια να θυμάται το γεγονός. Θεώρησε μεγάλο χρέος, ασήκωτο, τη μεγάλη αυτή συγκατάβαση της εμφάνισης στην καλύβη του, του ιδίου του Χριστού. Προσπάθησε να το ξεχάσει, γιατί πίστευε ότι δεν είναι άξιος. Δεν μπορούσε να ξεχρεώσει αυτό το μεγάλο δώρο του Δημιουργού της κτίσης.
Ήταν απόλυτα βεβαιωμένος ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος για την άνευ όρων αγάπη του Θεού, για την άκρα φιλανθρωπία Του, ώστε να μην πάψει ούτε για ένα λεπτό να νιώθει ευγνωμοσύνη και Τον δοξολογούσε αδιάλειπτα.
Είναι συγκλονιστική η διδασκαλία του Ιησού Χριστού και των μαθητών Του. Είναι καιρός να ακουμπήσουμε τα βάρη μας πάνω Του. Να μαθητεύσουμε κοντά σε αγιασμένους γέροντες και γερόντισσες. Κουραστήκαμε να εμπιστευόμαστε τυφλά τις ανούσιες και άκαιρες επιλογές μας, τις ανίερες προσπάθειες και τις αποστασίες μας. Έτσι, κουραστήκαμε να διαψευδόμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Να μας ακυρώνουν οι δήθεν ελεύθερες επιλογές μας, η αλαζονεία, η απιστία μας.
Μόνη λύση να Του παραδοθούμε. Περιμένει από εμάς μίαν ελάχιστη κίνηση μετάνοιας, ένα νεύμα, μια πρόσκληση, ένα κάλεσμα, έστω και αμήχανο. Για να βάλει Εκείνος μετά, την απαιτούμενη δύναμη, ώστε να μας στηρίξει αποφασιστικά.
(Μιλτιάδης Βιτάλης, «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες», του αγ. Παϊσίου,
σελ. 158, 159)