Μάρτιος - Απρίλιος 2016
Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του. Μετά τη δημιουργία του Αδάμ ο Θεός είπε: «Δεν είναι καλό να μένει ο άνθρωπος μόνος, ας κάνουμε σ’ αυτόν βοηθό όμοιο με αυτόν». Και αφού ο Θεός δημιούργησε από την πλευρά του ανδρός τη γυναίκα, ο Αδάμ είπε: «Τούτο το δημιούργημα είναι οστούν από τα οστά μου και σάρκα από την σάρκα μου».
Ο προφήτης Μωυσής συνεχίζει τη βιβλική περιγραφή με τα εξής προφητικά λόγια: Εξ αιτίας του στενού δεσμού του άνδρα προς τη γυναίκα, στο μέλλον κάθε άνδρας θα αφήνει τον πατέρα και τη μητέρα του και θα συνδέεται στενά με τη γυναίκα του, ώστε οι δύο να είναι μία σάρκα. Στους λόγους αυτούς έχουμε την ευλογία του Θεού για το μυστήριο του γάμου και τον προσδιορισμό του ως κοινωνίας αγάπης.
Όταν ήλθε ο Χριστός, συμπλήρωσε την αρχική θεϊκή ευλογία και πρόσθεσε: «Επομένως οι σύζυγοι δεν είναι πλέον δύο, αλλά ένα σώμα. Ό,τι λοιπόν ένωσε ο Θεός, ας μην το χωρίζει άνθρωπος». Με την παρουσία Του στο γάμο της Κανά και τη θαυματουργική μεταβολή του ύδατος σε οίνο, ο Χριστός θέλησε «να αγιάσει την κατά σάρκα γέννηση του ανθρώπου» και ευλόγησε το μυστήριο του γάμου.
Από τον λόγο του Θεού: «ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν», καταλαβαίνουμε ότι για να τελεσθεί το μυστήριο του γάμου, πρέπει να γίνει μια διπλή κίνηση αγάπης του άνδρα και της γυναίκας: Πρώτον αποκοπή και ανεξαρτητοποίηση (καταλείψει) από τους γονείς και την πατρική οικογένεια, και δεύτερον συμπόρευση και συνταύτιση (προσκολληθήσεται) με τον ή την σύζυγο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι νυμφευόμενοι παύουν να αγαπούν και να σέβονται τους γονείς τους, αλλά παύουν να εξαρτώνται και να κατευθύνονται από τους γονείς, επειδή γίνονται οι ίδιοι γονείς. Όπως κάνουμε όταν φυτεύουμε ένα αμπέλι: Κόβουμε ένα κλωνάρι και το φυτεύουμε αλλού για να γίνει ένα νέο αμπέλι. Ο γάμος είναι το κόψιμο δύο κλωναριών από δύο παλαιά κλήματα, τα οποία φυτεύονται μαζί και δημιουργούν ένα νέο κλήμα.
«Το Μυστήριο του Γάμου», Ιερομ. Γρηγορίου, σελ. 78