Ιούλιος - Αύγουστος 2018
Το Δίλημμα της Γεωργίας
Με μεγάλη χαρά η Γεωργία περίμενε το μεγάλο πανηγύρι για τη γιορτή της Παναγίας. Έκανε σχέδια στο νου της για το πώς θα περάσει, τι θ’ αγοράσει από τους διάφορους πάγκους, μετά τη Λειτουργία.
Το βράδυ της παραμονής, στο σπίτι με τη μητέρα της συζητούν κι ενώ η Γεωργία μ’ ενθουσιασμό τής περιγράφει τα σχέδιά της για την αυριανή μέρα, εκείνη όλο σοβαρότητα της λέει:
- Ξέρεις παιδί μου, έπεσε πολύ δουλειά και πρέπει να εργαστώ στο κατάστημα. Έτσι, δεν θα μπορέσουμε να πάμε μαζί στο πανηγύρι. Μπορείς όμως, αν θέλεις, να πας μόνη σου.
- Μόνη μου;
- Ναι, όπως άκουσες, μόνη σου. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλη, ώστε να μπορείς να το κάνεις αυτό.
- Πολύ καλά μητέρα.
Η επόμενη μέρα δεν άργησε να έρθει. Ενθουσιασμένη η Γεωργία ετοιμάζεται από νωρίς, γιατί θέλει να προλάβει και τη Λειτουργία. Λίγο πριν φύγει, η μητέρα της Γεωργίας της έδωσε κάποια λιγοστά χρήματα.
- Αυτά για την εκκλησία και για ν’ αγοράσεις κάτι, ό,τι εσύ θέλεις. Μοίρασέ τα όπως εσύ νομίζεις.
Η Γεωργία τα έβαλε στην τσέπη της, χωρίς να κοιτάξει πόσα ήταν. Μόνο όταν πλησίασε στην εκκλησία, θέλησε να τα μετρήσει, για να μπορέσει να τα ξεχωρίσει. «Αυτό είναι το πιο δίκαιο» σκέφτηκε, «μισά για μένα και μισά για τον Θεό».
Όταν όμως έβαλε το χέρι στην τσέπη της και είδε ότι είχε μόνο δύο κέρματα, ένα μικρότερης αξίας και ένα μεγαλύτερης, βρέθηκε σε δίλημμα. Ποιο να κρατούσε και ποιο να έδινε; Ποιο ήταν το πιο σωστό;
Σκεπτόμενη αυτά, έφτασε στην εκκλησία και τότε, χωρίς καμιά αμφιβολία, τα έδωσε όλα, άναψε το κεράκι της και κάθισε ήσυχα για να παρακολουθήσει τη Λειτουργία. Όταν τέλειωσε, έκανε μια ωραία βόλτα στους διάφορους πάγκους και το βραδάκι νωρίς επέστρεψε στο σπίτι, αρκετά πεινασμένη.
Όταν ζήτησε από τη μητέρα της να φάει κάτι, εκείνη όλο απορία την ρώτησε:
– Μα με τα χρήματα που είχες δεν πήρες τίποτα;
– Όχι μητέρα, προτίμησα να τα δώσω όλα στην εκκλησία.
– Μπράβο κόρη μου. Να θυμάσαι ότι ο Θεός δεν ξεχνά και, όταν εμείς προσφέρουμε ένα, Εκείνος μας χαρίζει εκατό.