Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2014
Η διλοχία που υπηρετούσε ο Γέροντας έκανε πολεμικές επιχειρήσεις και οι κακουχίες που πέρασε μοιάζουν απίστευτες.
Διηγείται ότι κάποτε τελείωσαν τα τρόφιμα και έτρωγαν χιόνι. Άλλοτε έμειναν νηστικοί για δεκατρείς ημέρες και επέζησαν τρεφόμενοι μόνο με άγρια κάστανα. Συχνά υπέφεραν από δίψα. Αναγκάζονταν τότε να πίνουν στάσιμο νερό από τις πατημασιές των ζώων. Ο μεγαλύτερος εχθρός ήταν το κρύο. Κοιμόντουσαν στις σκηνές και το πρωί ξυπνούσαν θαμμένοι στα χιόνια και μετρούσαν τους κρυοπαγημένους. Ένα πρωινό έβγαλαν εικοσιέξι κρυοπαγημένους σκάβοντας με τον κασμά τα χιόνια. Κάποτε έμειναν για τρεις μέρες στα χιόνια και έστειλαν σήματα στο Αρχηγείο. Έπαθε και ο ίδιος κρυοπαγήματα. Οι σάρκες των ποδιών του ξεφλουδίζονταν. Τον έστειλαν στο Νοσοκομείο, αλλά βοήθησε ο Θεός να μην ακρωτηριαστεί. Άλλοτε τον κλώτσησε ένα μουλάρι. Το χτύπημα ήταν πολύ δυνατό. Μελάνιασε το στήθος του και φαίνονταν τα σημάδια από τα πέταλα. Λιποθύμησε και όταν συνήλθε συνέχισε την πορεία.
Χαιρόταν να βρέχεται, να κρυώνει, να κουράζεται ο ίδιος, για να μην ταλαιπωρούνται οι άλλοι.
Μερικοί στρατιώτες, όταν έκαναν ζημιά, για να δικαιολογηθούν την έριχναν στον Αρσένιο (πατέρας Παΐσιος). Ο αξιωματικός τον μάλωνε και εκείνος, για να μην τους εκθέσει, υπέμενε σιωπηλά τους ελέγχους.
Ο διοικητής όμως τον εκτιμούσε και τον εμπιστευόταν. Στις δύσκολες αποστολές έστελνε τον Αρσένιο, γιατί γνώριζε ότι ήταν ικανότατος και έφερνε σε πέρας ό,τι του ανέθεταν.
Μόνο μια φορά πήρε άδεια και πήγε στο σπίτι του. Εκεί αρρώστησε, έχασε πολύ αίμα και εισήχθη στο Νοσοκομείο για δεκαπέντε ημέρες. Όταν συνήλθε, επέστρεψε στη μονάδα του.
(Γέρων Παΐσιος, σελ. 46,47)
Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2014
Μαρτυρία Χρήστου Νικολ., Πολιτικού Μηχανικού από το Αγρίνιο:
«Ήταν Ιούλιος του 1995. Προετοιμαζόμουν για την τελευταία εξεταστική περίοδο του Σεπτεμβρίου για το τμήμα Πολιτικών Μηχανικών στο Πολυτεχνείο Αθηνών. Όμως η κατάστασή μου ήταν στην κυριολεξία απελπιστική. Χρωστούσα δέκα μαθήματα και είχα υποσχεθεί στους συγγενείς και φίλους να πάρω το πτυχίο τον Σεπτέμβριο. Ήταν αδύνατη η εκπλήρωση της υποσχέσεώς μου. Το άγχος με βασάνιζε και μου προκαλούσε πολύ λύπη.
Μετά από προτροπή της μητέρας μου αγόρασα το βιβλίο «Ο Γέρων Παΐσιος» του Ιερομονάχου Χριστοδούλου και το διάβαζα. Μου έκανε εντύπωση η καλοσύνη του Γέροντα.
Ήταν μεσημέρι κάποιας Κυριακής του Ιουλίου, εν μέσω αφόρητου καύσωνα και, ενώ ήμουν μόνος στο πατρικό μου σπίτι και διάβαζα το εν λόγω βιβλίο, σκεπτόμουν με μεγάλη λύπη τις εξετάσεις μου στο Πολυτεχνείο και την επικείμενη αποτυχία μου, όταν άκουσα την μπαλκονόπορτα να κλείνει δυνατά. Αμέσως σκέφθηκα: «Πώς είναι δυνατόν, αφού δεν κουνιέται φύλλο να κλείσει τόσο δυνατά η μπαλκονόπορτα»; Πριν καλά-καλά τελειώσω την σκέψη μου, ένιωσα πως κάποιος μπήκε στο σπίτι. Τότε αυτόματα γέμισα με πολλή ειρήνη, απερίγραπτη γλυκύτητα και χαρά πρωτόγνωρη. Έλεγα μέσα μου: «Μην τελειώσει ποτέ αυτή η κατάσταση, τι πράγμα είναι αυτό»; Και τότε γύρισα και είδα τον άγιο γέροντα Παΐσιο, σαν να με ευλόγησε και εξαφανίστηκε. Μαζί έφυγε και η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Νόμιζα ότι έφυγε από τις σκάλες. Πετάχτηκα και άρχισα να τρέχω σαν τρελός στις σκάλες. Κατέβηκα κάτω, τις ξανανέβηκα, τίποτα. Ανέβηκα στην ταράτσα, δεν τον είδα ούτε εκεί.
Τότε κάθισα και σκεφτόμουν το γεγονός και συνειδητοποίησα καλύτερα τι είχε συμβεί. Μ’ έπιασε δέος και με τρεμάμενο χέρι κατέγραψα την ίδια στιγμή ό,τι μου συνέβη για να μην το ξεχάσω.
Τον Σεπτέμβριο πέρασα όλα τα μαθήματα και πήρα το πτυχίο. «Πώς έγινε;», με ρωτούσαν. «Αυτό είναι απίστευτο». «Και όμως» έλεγα από μέσα μου, «άλλα είναι απίστευτα» (η κατάσταση που βρέθηκα τότε). Δόξα τω Θεώ.
(Ο Γέροντας Παΐσιος σελ. 108,109)
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2013
Από τα δώδεκά μου χρόνια υπέφερα από δαιμόνιο. Η ζωή μου είχε γίνει μαρτύριο. Μετά τους εξορκισμούς που μου διαβάζανε, αισθανόμουν σαν να με είχαν δείρει.
Το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, το έτος 1995, ο Πνευματικός μου προγραμμάτισε να κάνουμε αγρυπνία στη Σουρωτή. Πριν ξεκινήσουμε, αισθάνθηκα άγριο πόλεμο. Σε όλη την αγρυπνία δεν αισθάνθηκα καθόλου νύστα. Ήμουν στο κέντρο της Εκκλησίας καθισμένος κάτω και γύρω-γύρω οι μοναχές. Τελείωσε η αγρυπνία και άρχισαν να διαβάζουν αγιασμό. Αγρίεψα πολύ. Με πήγαν να φιλήσω τα λείψανα του αγίου Αρσενίου. Ήταν η πρώτη φορά, το λέω και ανατριχιάζω, που αισθάνθηκα και σωματικά κάψιμο. Στο τέλος γύρισα και είπα: «Παϊ…, Παϊα. ...». Με ρώτησε η Ηγουμένη: «Παΐσιος»;
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Τότε αγρίεψα πάρα πολύ, άρχισα να τσιρίζω, με πήγαν στον τάφο και εκεί φώναξα τρείς φορές «Άγιος». Ενώ ήθελα και προσπαθούσα να φύγω με πιάσανε και με το ζόρι με ξαπλώσανε στον τάφο του Γέροντα ανάσκελα. Είδα τότε τον γέροντα Παΐσιο να ανασηκώνεται από την μέση και πάνω, σαν να ξυπνά από τον ύπνο, όχι σαν νεκρός. Ήταν ακριβώς ο ίδιος με τα γένια και τα ράσα του. Ήταν θέμα δευτερολέπτου. Με ακούμπησε με το χέρι του στο μέτωπο και την ίδια στιγμή είδα να βγαίνει μαύρος καπνός από το στόμα μου. Ηρέμησα παντελώς, αλλά ο σωματικός πόνος δεν έφυγε αμέσως. Κοιμήθηκα και από τον πόνο ξυπνούσα λέγοντας: «Πονάω πολύ».
Επί σαράντα μέρες όμως ένιωθα μια τέτοια χαρά, που από την χαρά μου έκλαιγα. Ίσως να ήταν παράτολμο αυτό που είπα: «Θεέ μου, έστω μια ολόκληρη ζωή να βασανίζομαι όπως πρώτα, φθάνει να αισθανθώ πάλι, έστω και για ένα λεπτό, αυτή την χαρά».
Γέροντας Παϊσιος
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2013
Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν πνεύμα θυσίας, αλλά ο Αρσένιος – ο Παΐσιος -ήταν άφοβος. Πολλές φορές κινδύνεψε να συλληφθεί αιχμάλωτος και αντίκρισε το θάνατο από πολύ κοντά.
Κάποτε επρόκειτο να ρίξουν κλήρο για το ποιος θα πάει στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπε ο Αρσένιος. Τον είδαν οι αντάρτες, αλλά τον πέρασαν για δικό τους. Πήρε τα εφόδια και γύρισε πίσω. Όταν έβαζαν κάποιον να κάνει επικίνδυνη βάρδια ή περίπολο, τον ρωτούσε ο Αρσένιος:
«Τι οικογένεια έχεις»; Αν του έλεγε, «είμαι παντρεμένος, έχω και παιδί» έλεγε, «καλά». Πήγαινε στο υπασπιστήριο, τον άλλαζε και πήγαινε αυτός στην θέση του.
Τον άλλο ασυρματιστή δεν τον άφηνε να κουβαλά ούτε τον ασύρματο ούτε τη μπαταρία, για να είναι ελεύθερος σε περίπτωση κινδύνου να τρέξει και να σωθεί.
«Σε μια μάχη» διηγήθηκε, «είχα σκάψει μια μικρή λακκούβα. Έρχεται ένας και μου λέει: “Να μπω και εγώ”; Στριμώχτηκα και με δυσκολία χωρέσαμε. Έρχεται και άλλος. Τον άφησα και αυτόν και εγώ βγήκα έξω. Ε, μια στιγμή με παίρνει ένα βλήμα ξυστά στο κεφάλι. Δεν είχα κράνος, φορούσα μόνο κουκούλα. Πιάνω με το χέρι μου το κεφάλι, δεν βλέπω αίματα. Το ξαναπιάνω τίποτα. Το βλήμα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι μου και είχε ξυρίσει μόνο τα μαλλιά και έκανε μια γραμμή έξι πόντους φάρδος χωρίς μαλλιά και ούτε γρατζουνιά δεν άφησε. Το είχα κάνει με την καρδιά μου.
Καλύτερα, είπα, να σκοτωθώ μια φορά εγώ, παρά να σκοτωθεί ο άλλος και μετά να με σκοτώνει η συνείδησή μου σε όλη μου την ζωή.
Πώς να αντέξω μετά, όταν θα σκέφτομαι ότι μπορούσα να τον σώσω και δεν τον έσωσα; Και ο Θεός φυσικά βοηθά πολύ αυτόν που θυσιάζεται για τους άλλους». (Ο Γέροντας Παΐσιος, σελ. 49,50)
Ιούλιος - Αύγουστος 2013
Αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Ραπτόπουλος, Ιεροκήρυκας εδώ και 36 χρόνια. Έχει επισκεφθεί φυλακές σε 90 χώρες. Έχει αποφυλακίσει 15.500 άπορους κρατουμένους, δίνοντας 4,4 εκατομμύρια ευρώ. Χρήματα που προήλθαν από προσφορές ανθρώπων που γνωρίζουν το έργο του…
Τον Οκτώβριο του 2012 προτάθηκε για το Νόμπελ Ειρήνης από τη Νορβηγική Ακαδημία. Δίκαια τον αποκαλούν «Άγγελο των φυλακισμένων».
Όταν ακούς τον πατέρα Γερβάσιο, δεν καταλαβαίνεις την ηλικία του. Είναι 83 ετών. Γεννήθηκε στον Αιμιλιανό Γρεβενών το 1931. Και όμως, όταν μιλάει για τους φυλακισμένους, για τους ανθρώπους που βοηθά να αποκτήσουν και πάλι την ελευθερία τους και να ακολουθήσουν το δρόμο του Θεού, νομίζεις ότι ξανανιώνει.
Η χάρη του Θεού είναι αυτή που του δίνει τη δύναμη να ταξιδεύει από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη, εξηγεί, μιλώντας στο dogma.gr : «Έχω τέτοια όρεξη, τέτοια αγάπη, τέτοιο μεράκι, που αν μου πείτε τώρα να φύγω για την Ιρλανδία, να φύγω για την Αλάσκα, έφυγα αμέσως. Εάν μου πείτε για φυλακή έγινα πουλί και πέταξα».
Το έργο του ξεκίνησε στις 5 Μαρτίου του 1978, όταν υπηρετούσε στην Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης. Ήταν Κυριακή των Απόκρεω, η Κυριακή που διαβάζεται στη Θεία Λειτουργία η Ευαγγελική περικοπή της κρίσεως : «Εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με». Αυτή η φράση τον ενέπνευσε να ασχοληθεί με τους ανθρώπους, που για μικροαπάτες, κυρίως, βρίσκονται στη φυλακή και δεν έχουν τη δυνατότητα να εξαγοράσουν την ποινή τους. Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ανεπίσημα, τότε, ως «Ημέρα του Φυλακισμένου» και αργότερα ως «Διακονία Αποφυλακίσεως Απόρων Κρατουμένων».
Το όνομά του είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο. Η ζωή του είναι ένα συνεχές ταξίδι, από τη μία φυλακή στην άλλη. Όσο μακριά και αν είναι, εάν κάποιος άνθρωπος χρειαστεί τη βοήθειά του, θα πάει να τον βρει. Χωρίς να κοιτάξει χρώμα, φυλή ή θρησκεία.
Μπορεί να μην ξέρει τη γλώσσα τους, μας είπε, ξέρει όμως να ακούει τη φωνή τους. Όπου και αν βρέθηκε, τον δέχθηκαν με σεβασμό και αγάπη. Κάποιοι τον κοιτούσαν με περιέργεια. Δεν είχαν ξαναδεί από κοντά Χριστιανό Ορθόδοξο κληρικό. Όταν μάλιστα, σε μια φυλακή της Νέας Ζηλανδίας, τον υποδέχθηκαν ιθαγενείς Μαορί, εξεπλάγη, όταν τον χαιρέτησαν με τον παραδοσιακό τρόπο, ακουμπώντας τη μύτη τους στη δική του.
Έχει μάθει να σέβεται τους ανθρώπους, τις παραδόσεις τους, να ακούει τα προβλήματά τους και όπως μπορεί να βοηθάει και να μεταφέρει το μήνυμα αγάπης του Ιησού.
Σε αυτούς που αναρωτιούνται γιατί δίνει τόσα χρήματα σε αυτούς που έχουν φυλακισθεί και όχι σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη και δεν έχουν υποπέσει σε κάποιο αδίκημα, απαντά ότι το έργο του είναι ιεραποστολικό. Δουλειά του είναι να είναι κοντά στους αμαρτωλούς, για να τους φέρει στον ίσιο δρόμο.
Όπως ο γιατρός, θα ασχοληθεί με τον ασθενή που είναι πιο βαριά άρρωστος, έτσι και αυτός ασχολείται με τους αμαρτωλούς που έχουν τη διάθεση να μετανοήσουν ειλικρινά.
Πηγή: Αγιορείτικο Βήμα