Ιούλιος - Αύγουστος 2015
Ένας διάκονος κατοικεί δίπλα σε κάποιον ερημίτη πράο, άκακο, διακριτικό, ταπεινό, τον Φλωρέντιο. Ό,τι χρειάζεται ο γέροντας, ο διάκονος «σκίζεται» να το εκτελέσει. Κάποια μέρα ο διάκονος πηγαίνει προς το κελί του πνευματικού του. Όταν πλησιάζει κοντά, ο διάκονος μαρμαρώνει, στέκεται ακούνητος και φωνάζει δυνατά.
– Γέροντα, γέροντα!
– Τι τρέχει παιδί μου!
– Μην ανοίξεις την πόρτα.
– Γιατί;
– Χιλιάδες φίδια είναι στην αυλή. Θα τρυπώσουν στο κελί σου! Παρακάλα τον Θεό να φύγουν.
Ο Άγιος Φλωρέντιος σηκώνει ψηλά τα χέρια.
– Ω, Κύριε εμείς ήρθαμε εδώ στην ερημιά για να Σε λατρεύουμε, να Σε δοξάζουμε, να Σε προσκυνούμε. Καθάρισε τον τόπο από τα φίδια για να βαδίζουμε ελεύθερα όπως πρώτα.
Η προσευχή των αγίων είναι άμεση, κεραυνοβόλα!
– Γέροντα, γέροντα, άνοιξε την πόρτα! Θαύμα! Όλα τα φίδια έχουν ψοφήσει.
Ο ταπεινός Φλωρέντιος ανοίγει την πόρτα δειλά και εξέρχεται. Μόλις βλέπει ότι όλα τα φίδια είναι νεκρά, σταυροκοπιέται πολλές φορές και λέει:
«Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου! Δοξολογούμε την αγαθότητά Σου, ευλογούμε το άγιο όνομά Σου».
Ο Φλωρέντιος σηκώνει για δεύτερη φορά τα χέρια του στον ουρανό.
– Ω, Κύριε, σ’ ευχαριστούμε γιατί σκότωσες όλα τα φίδια. Αν παραμείνουν εδώ νεκρά, θα βρωμίσει ο τόπος κι εμείς θ’ αναγκαστούμε να φύγουμε! Εξαφάνισέ τα με την παντοδυναμία Σου.
Απίστευτο, αληθέστατο, γιατί αναφέρεται από αγίους ανθρώπους που δεν λέγουν ψέματα. Χιλιάδες γύπες ορμούν απροσδόκητα, ουρανόσταλτα και καθαρίζουν τον τόπο αστραπιαία!
Ο Θεός ιδιαίτερα φροντίζει τους ερημίτες, γιατί δεν έχουν ανθρώπινη βοήθεια!
(«Σ’ ευχαριστώ για τον πόνο», Θεόδ. Βγότζας, σελ. 115,116)
Μάιος - Ιούνιος 2015
Ο Αρσένιος, ο μετέπειτα π. Παϊσιος, με την προσεκτική ζωή και τις συμβουλές του βοήθησε πνευματικά και άλλους νέους. Συναναστρεφόταν συνήθως με μικρότερα παιδιά. Τα συγκέντρωνε στην Αγία Βαρβάρα, διάβαζαν βίους Αγίων και τα παρακινούσε να κάνουν μετάνοιες και να νηστεύουν. Μερικές μητέρες ανησύχησαν και απέτρεπαν τα παιδιά τους να τον συναναστρέφονται. Κάποιο παιδί εργαζόταν στον ίδιο μάστορα με τον Αρσένιο και προσευχόταν μαζί του. Οι γονείς του φοβήθηκαν μη γίνει καλόγερος και δεν τον άφηναν να έχει σχέση με τον Αρσένιο, ούτε να αγωνίζεται.
Αργότερα πήγε να εργαστεί στη Γερμανία και σκοτώθηκε. Τότε αισθάνθηκαν τύψεις και έλεγαν: «Καλύτερα να είχε γίνει καλόγερος». Άλλο παιδί που καταγόταν από τα Φάρασα, ήθελε ο Αρσένιος να το πάρει μαζί του για μοναχό και προσπαθούσε να πείσει τη μητέρα του. Άλλον νέο τον στήριξε να γίνει ιερέας. Κληρικός, καταγόμενος από την Κόνιτσα, ομολογεί ότι βοηθήθηκε στην μοναχική του κλίση από τον λαϊκό Αρσένιο.
Είχε ενδιαφέρον και πόθο μεγάλο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Θεό. Κάποιον γέρο βοσκό, που ζούσε μόνος πάνω στα βουνά και είχε πάει στην Εκκλησία δυό – τρεις φορές σε όλη του την ζωή, ο Αρσένιος τον πλησίασε και φρόντισε να τον φέρει κοντά στον Χριστό.
Στην Κόνιτσα κάποιος μουσουλμάνος, ονόματι Μπαϊράμης, είχε άρρωστη τη μητέρα του. Ο μικρός Αρσένιος πήγαινε τη νύχτα και βοηθούσε την άρρωστη. Ο Μπαϊράμης εξέφρασε την επιθυμία να γίνει Χριστιανός.
Τα λίγα χρήματα που έπαιρνε ως μαθητευόμενος ξυλουργός, τα μοίραζε ελεημοσύνη σε φτωχά παιδιά του ορφανοτροφείου. Έφερνε και στο σπίτι τους φτωχά παιδιά για φαγητό.
(Γέρ. Παΐσιος, σελ. 35-37)
Μάρτιος - Απρίλιος 2015
Ήρθε στο Άγιον Όρος και γύριζε στα μοναστήρια ένας νέος ηλικίας 16-17 χρόνων, ο Γιωργάκης. Από ηλικίας τριών ετών, οι γονείς του τον έβαλαν σε βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στη Γιόγκα, έγινε τέλειος μάγος, μπορούσε να καλεί όποιον δαίμονα ήθελε. Είχε μαύρη ζώνη και ήξερε τέλεια καράτε. Με τη δύναμη του Σατανά έκανε επιδείξεις που προξενούσαν εντύπωση. Χτυπούσε με το χέρι του μεγάλες πέτρες και έσπαζαν σαν καρύδια. Μπορούσε να διάβασει κλειστά βιβλία. Έσπαζε στην παλάμη του φουντούκια, έπεφταν κάτω τα τσόφλια και οι καρποί έμεναν κολλημένοι στο χέρι του.
Κάποιοι μοναχοί έφεραν τον Γιωργάκη στον Γέροντα για να τον βοηθήσει. Ρώτησε τον Γέροντα τι δυνάμεις είχε και τι μπορούσε να κάνει. Απάντησε ότι ο ίδιος δεν έχει καμιά δύναμη και ότι όλη η δύναμη είναι του Θεού.
Ο Γιωργάκης θέλοντας να επιδείξει την δύναμή του συγκέντρωσε το βλέμμα του σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν σε απόσταση και η πέτρα έγινε θρύψαλα. Τότε ο Γέροντας σταύρωσε μια μικρή πέτρα και του είπε να την σπάσει και αυτή. Αυτός συγκεντρώθηκε, έκανε τα μαγικά του, αλλά δεν κατάφερε να την σπάσει. Τότε άρχισε να τρέμει και οι σατανικές δυνάμεις, που νόμιζε ότι έλεγχε, μη μπορώντας να σπάσουν την πέτρα, στράφηκαν εναντίον του και τον εκσφενδόνισαν στην άλλη όχθη του ρέματος. Ο Γέροντας τον μάζεψε σε άθλια κατάσταση.
(Γέρ. Παΐσιος, σελ. 84)
Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2015
Ο νυν μοναχός Αρσένιος, από την Κέρκυρα και τότε κ. Παντελής Τζέκος, συστρατιώτης του Γέροντα Παϊσίου, διηγείται:
«Στη Ναύπακτο, ενώ έπαιρνα ένα σήμα από την Πάτρα, με πλησιάζει ο Αρσένιος και μου λέει:
- Ξέρεις; Είμαστε αδέλφια.
- Από πού είμαστε αδέλφια;
Μου προτείνει τα δύο χοντρά δάχτυλα και μου λέει:
- Έχουμε τα ίδια δάχτυλα, όμοια τα δικά σου και τα δικά μου, γι’ αυτό είμαστε αδέλφια».
Ενώθηκαν με αδελφική φιλία και κάποτε ο Αρσένιος με κίνδυνο της ζωής του τον έσωσε.
Η διήγηση είναι αυτούσια του κ. Παντελή, μόνο που διακόπτεται από λυγμούς και άφθονα δάκρυα συγκινήσεως και ευγνωμοσύνης για τον φίλο και σωτήρα του:
«Κοντά στη Ναύπακτο κάναμε μια μάχη. Εκεί που υποχωρούσαμε, διότι είχαν περισσότερες δυνάμεις οι αντάρτες, σε κάποια στιγμή έπεσα και χτύπησα γιατί είχα ένα βαρύ ασύρματο στην πλάτη. Όταν έφθασαν οι στρατιώτες στη γραμμή που είχαν οριοθετήσει οι αξιωματικοί μας, είδε ο Αρσένιος ότι έλειπα. Βγάζει τον ασύρματό του και τρέχει. Του φώναζαν οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες: «Ασ’ τον αυτόν. Πάει αυτός, χάθηκε!». Ήρθε κοντά μου, όπως μου είπαν μετά οι άλλοι, με σήκωσε, με έβαλε στην πλάτη του και με πήρε στις γραμμές πίσω. Όταν συνήλθα, άκουσα να του λέγει ο λοχαγός Βουδούρης: «Εσύ κάποιον Άγιο έχεις και σε βοήθησε και βοήθησες και τούτον εδώ». Ρώτησα: «Τι έγινε παιδιά»; Και μου εξήγησαν. Εκεί που έπεσα ήταν εκατό μέτρα από την γραμμή των ανταρτών και διακόσια από την γραμμή την δική μας».
(Ο Γέροντας Παΐσιος, σελ. 52, 53)
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2014
Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Έκανα έρανο μεταξύ των στρατιωτών και αγόρασα καντήλια και μανουάλια για κάποιο εξωκκλήσι του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί κοντά είχε καταυλισμό η διλοχία μας.
Ήρθαν χειμώνα καιρό οι μεταγωγικοί (χωρικοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά) με τα ζώα και μας έφεραν προμήθειες. Επειδή χάλασε ο καιρός και άρχισε να χιονίζει, κάθισαν να διανυκτερεύσουν σε πρόχειρες ελάτινες σκηνές.
Κάποιος ανθυπολοχαγός, κτηνώδης, ενοχλούσε μια νέα. Εκείνη η καημένη προτίμησε να πεθάνει παρά να αμαρτήσει. Έφυγε και την ακολούθησε και μια ηλικιωμένη. Βάδιζαν μέσα στα χιόνια και βρέθηκαν στο εξωκκλήσι, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Έμειναν έξω, κάτω από το υπόστεγο, τρέμοντας από το κρύο.
Την ίδια νύχτα μου ήρθε ξαφνικά ενας επίμονος λογισμός να πάω στο εξωκκλήσι να ανάψω τα καντήλια. Το χιόνι είχε φθάσει τα ογδόντα εκατοστά περίπου. Πήγα και, χωρίς να γνωρίζω τι προηγήθηκε, βρήκα έξω από το εξωκκλήσι τις δύο γυναίκες μελανιασμένες από το κρύο. Τους έδωσα από ένα γάντι, άνοιξα την πόρτα, μπήκαν μέσα και, αφού συνήλθαν κάπως, διηγήθηκαν τα σχετικά. «Εγώ», είπε η νέα, «έκανα ότι μπορούσα. Από ’κει και πέρα, ας κάνει και ο Θεός τα υπόλοιπα».
Τις συμπόνεσα τις καημένες και αυθόρμητα τους είπα: «Τελείωσαν τα βάσανά σας. Αύριο θα πάτε στα σπίτια σας», όπως και συνέβη.
Ο ανθυπολοχαγός, όταν έμαθε ότι ο Αρσένιος τις βοήθησε και σώθηκαν, ίσως για να καλύψει την ενοχή του, διέδιδε συκοφαντικά ότι ο Εζνεπίδης (ο γ. Παΐσιος) έβαλε στην Εκκλησία τους μεταγωγικούς με τα μουλάρια. Τον κάλεσε ο διοικητής σε απολογία. «Τόσο ασυνείδητος είμαι, διοικητά, να βάλω τους μεταγωγικούς με τα μουλάρια μέσα στην Εκκλησία;» είπε. Όμως δεν φανέρωσε την υπόθεση του ένοχου ανθυπολοχαγού, απολογήθηκε μόνο επειδή τον κατηγόρησαν για καταφρόνηση του οίκου του Θεού». (Ο Γέροντας Παΐσιος, σελ. 50, 51)