Ο πόνος είναι αναπόφευκτος, εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. Να προσευχόμαστε, να μας δίνει ο Θεός υπομονή ν’ αντέξουμε. Η συνεχής αναζήτηση ιδανικών καταστάσεων είναι μια παγίδα του διαβόλου για ν’ αναβάλλουμε τον αγώνα μας. Το να ψάχνουμε να βρούμε τις ιδανικές και άλυπες συνθήκες της ζωής και να μεταθέτουμε τον προσωπικό αγώνα καθάρσεως είναι λάθος. Οφείλουμε να επιλέξουμε τον εκούσιο πόνο και κόπο, για να φτάσουμε στη γνήσια ανάπαυση και όχι στην επώδυνη ηδονή που ζουν οι άνθρωποι καθημερινά. Η λύπη και ο πόνος που προέρχονται από τον διάβολο, φέρνουν την απελπισία, ενώ η «κατά Θεόν λύπη» δίνει τη μακαρία ελπίδα.
Στη σκοτεινιά του χωρίς νόημα κόσμου, που ζει αποσπασματικά τη χαρά και την ελπίδα, υπάρχει το φως του Σταυροαναστηθέντος Χριστού, που δίνει στη ζωή νόημα ακέραιο και τη βέβαια επαγγελία της ολοκληρώσεως και της τελειώσεως. Μπροστά, λοιπόν, σ’ αυτή την προοπτική, δεν υπάρχουν περιθώρια θλίψης και απογνώσεως, αφού όλες οι αιτίες της στενοχώριας είναι ασήμαντες, συγκρινόμενες με την αφορμή της μέλλουσας και σίγουρης χαράς. Αυτή και μόνον η προσφορά του Θεού στην ανθρωπότητα, η λύτρωση από τον πόνο και η από Αυτόν μόνιμη φωτεινή χαρά, που αρχίζει μυστικά στην παρούσα ζωή και ολοκληρώνεται στη βεβαιότερη μέλλουσα, είναι πολύ σημαντικότερη απ’ ό,τι πρόσφερε ο φιλοσοφικός εξηγητικός λόγος, ο φανταστικός καλλιτεχνικός περί κάλλους λόγος, ο επιστημονικός εφευρετικός του μόχθου προς ανακούφιση λόγος.
(«Η ευλογία του πόνου και ο πόνος της αγάπης», μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, σελ. 28-29)