Μάρτιος - Απρίλιος 2021
Ο αββάς Μακάριος ο Αιγύπτιος και οι κλέπτες
Ο Αββάς Μακάριος, γυρίζοντας μία ημέρα στη σκήτη του, βρήκε κάποιον που του έκλεβε τα πράγματά του και τα φόρτωνε σ’ ένα μουλάρι. Και τότες, έτρεξε να του συμπαρασταθεί σαν να μην ήτανε δικά του. Και σαν νάτανε ξένος κι αδιάφορος, τον βοηθούσε να φορτώσει στο ζώο και τα υπόλοιπα. Και ύστερα, ήσυχα-ήσυχα, καθώς τον έβγαζε ως την εξώπορτα, του είπε:
- Τίποτα, παιδί μου, δεν είχαμε μαζί μας, όταν ήλθαμε στον κόσμο και τίποτα δεν θα πάρωμεν μαζί μας, όταν θα φύγωμε. Ο Κύριος μου τα’ δωκε αυτά και με το θέλημά Του έγινε αυτό που έγινε. Ας είναι τρισευλογημένο το όνομά Του για όλα.
Άλλη μια φορά πάλι, την ώρα που έλλειπε από τη σκήτη του, μπήκε σ’ αυτή κάποιος κλέφτης. Και γυρίζοντας ο Γέροντας ξαφνικά, τον έπιασε που έπαιρνε τη φτωχική του οικοσκευή και την εφόρτωνε στην καμήλα του.
Έτρεξε λοιπόν κι αυτός στο κελί του και παίρνοντας τα υπόλοιπα από τα πράγματά του τα παράδινε στον κλέφτη, για να τα φορτώσει κι αυτά στην καμήλα του. Αφού λοιπόν ο κλέφτης τα εγομάριασεν όλα, άρχισε να κτυπά την καμήλα του, για να σηκωθεί και να φύγουνε, αυτή όμως δεν σηκωνότανε, με κανένα τρόπο.
Όταν λοιπόν το είδε αυτό ο Αββάς Μακάριος, μπήκε γρήγορα στο κελί του και παίρνοντας ένα μικρό σκαλίδι που είχε μείνει, το φόρτωσε κι αυτό επάνω στην καμήλα λέγοντας:
- Αυτό αδελφέ μου, θέλει η καμήλα και γι’ αυτό δεν σηκώνεται. Και κτυπώντας την λίγο με το πόδι του, της είπε: «Σήκω επάνω». Κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Κι αφού προχώρησε λιγάκι, πάλι ξανακάθισε. Κι αφού με κανένα τρόπο δεν ξανασηκώθηκε, παρά αφού πρώτα την ξεφόρτωσε από τα πράγματα, που την είχαν φορτώσει. Κι ο κλέφτης καταντροπιάσθηκε κι έφυγε, χωρίς να πάρει τίποτα μαζί του.
(Διαχρονικές λυτρωτικές αλήθειες, σελ. 148, 149)