Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η Παράξενη Σούπα
  • μέγεθος γραμματοσειράς +

Μάιος - Ιούνιος 2020

 

Η Παράξενη Σούπα

Bird

Ένα πρωί, στην αγορά μιας ινδικής πόλης, συναντήθηκαν τέσσερεις ζητιάνοι. Ήταν γνωστοί ο ένας στον άλλο, γιατί ζούσαν στην ίδια γειτονιά και έκαναν την ίδια δουλειά. Αποφάσισαν λοιπόν να συνεργαστούν. Όταν θα βράδιαζε, συμφώνησαν να συναντηθούν στο ίδιο μέρος, να ενώσουν αυτά που θα μάζευαν και να τα μοιραστούν. Όταν έφτασε το βράδυ, οι τέσσερις ζητιάνοι συναντήθηκαν στο ίδιο μέρος κι έδειξε ο καθένας τι είχε μαζέψει. Κάθισαν σε μια γωνιά, έβγαλαν τα φαγώσιμά τους και είπαν να μαγειρέψουν για να φάνε. Ο ένας είχε ένα κομμάτι κρέας, ο δεύτερος αλάτι και λίγο πιπέρι, ο τρίτος λίγα λαχανικά και ο τέταρτος λίγο ρύζι. Σούπα θα ’βραζαν. Άναψαν φωτιά, έβαλαν πάνω την κατσαρόλα και λίγο νερό και κάθισαν γύρω-γύρω ευχαριστημένοι για την ωραία σούπα που θα γινόταν.

Όταν άρχισε να βράζει το νερό, έπρεπε να ρίξουν ό,τι είχε ο καθένας.

Ο πρώτος όμως που είχε το κρέας, είχε πάρει την απόφασή του. Θα έκανε πως θα το έριχνε, ενώ θα το έριχνε στην τσέπη του. «Γιατί να μοιραστώ το κρέας μου με τους άλλους; Μπορώ να φάω σούπα απ’ αυτά που θα ρίξουν οι άλλοι και ν’ αφήσω το κρέας μου να το φάω αύριο». Ήταν μισοσκότεινα, κι έτσι εύκολα μπόρεσε να εφαρμόσει το σχέδιό του. Δεν το υποψιάστηκαν οι άλλοι και κάθισε στη θέση του ικανοποιημένος.

Όμως, δεν ήταν ο μόνος που σκέφτηκε έτσι. Την ίδια σκέψη έκαναν και οι άλλοι. Κάθισαν γύρω-γύρω, περιμένοντας να φάνε ό,τι οι άλλοι θα έβαζαν, κρατώντας για τον εαυτό τους τα δικά τους.

Καταλαβαίνετε λοιπόν τι σούπα έγινε. Σκέτο ζεστό, βραστό νερό ήταν το δείπνο τους εκείνο το βράδυ. Θα πείτε: «Καλά να πάθουν».

Θα πρέπει όμως να μας απασχολήσει κι εμάς για λίγο αυτό το παραμύθι. Δεν μοιάζουμε κι εμείς μ’ αυτούς τους ζητιάνους; Ζητάμε να φάμε από το φαγητό που οι άλλοι προσέφεραν τα υλικά για να γίνει. Ζητάμε να κρύβουμε ό,τι μας αρέσει και δεν θέλουμε να μοιραστούμε τίποτε με τους άλλους. Θέλουμε πολλή αγάπη από τους γονείς μας και από τους άλλους ανθρώπους, εμείς όμως δίνουμε λίγη ή, καμιά φορά, καθόλου αγάπη.

Ο Χριστός όμως μας δίδαξε πως η χαρά βρίσκεται στο να δίνει κανείς, να μοιράζεται με τους άλλους αυτό που έχει. Τότε μόνο η χαρά μας θα είναι αληθινή και η καρδιά μας γεμάτη από αγάπη. Τότε μόνο θα βαδίσουμε στα ίχνη του Κυρίου μας, που μοιράστηκε τα πάντα μαζί μας όταν ήταν εδώ κάτω στη γη, αλλά και την αιώνια κληρονομιά Του στον ουρανό, δίπλα στον Πατέρα Θεό. «Αφού είμαστε παιδιά Του, είμαστε και κληρονόμοι. Κληρονόμοι του Θεού, που θα μετάσχουμε μαζί με τον Χριστό στη θεϊκή δωρεά» (Ρωμ. 8:17).