Πέρασαν αρκετές ώρες και ο τσαγκάρης, καθισμένος στο παράθυρο, συνέχισε να περιμένει το Χριστό. Ξαφνικά στην άκρη του δρόμου διέκρινε μια αδύνατη και χλωμή γυναίκα. Δεν φορούσε ζεστά ρούχα και στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μωρό.
- Που πηγαίνεις μ’ αυτό το κρύο, καλή μου κυρία. Έλα μέσα.
- Πηγαίνω στο Νοσοκομείο. Είμαι πολύ άρρωστη και δεν έχω κανένα να μας φροντίσει.
- Δώσε μου το παιδί και κάτσε δίπλα στη φωτιά για να ζεσταθείς. Έχω έτοιμο γάλα και για τους δυο σας. Μα το παιδί το έχεις ξυπόλητο μ’ αυτό το κρύο. Τότε θυμήθηκε τα παπούτσια που είχε τάξει να δώσει στον Ιησού. Πήρε τα παπουτσάκια και τα ’βαλε στα πόδια του μωρού. Του ταίριαζαν τέλεια. Η γυναίκα τον ευχαρίστησε και έφυγε.
Πλέον νύχτωσε και ο τσαγκάρης είπε λυπημένος:
- Τελικά ο Αφέντης μου δεν ήρθε να με επισκεφθεί!
Ξαφνικά όμως το δωμάτιό του φωτίστηκε μ’ ένα υπερκόσμιο φως και γέμισε με ανθρώπους. Ανάμεσά τους διέκρινε τον οδοκαθαριστή, το κοριτσάκι που χάθηκε, τη γυναίκα με το μωρό στην αγκαλιά της και πολλούς άλλους που είχε βοηθήσει. Ο καθένας τους τον πλησίαζε και του έλεγε:
- Δεν με είδες σήμερα;
Ο τσαγκάρης ξαφνιάστηκε.
- Μα ποιοι είστε όλοι εσείς, που ήρθατε να μ’ επισκεφτείτε; τους ρώτησε.
Τότε το κοριτσάκι προχώρησε προς το τραπέζι και του έδειξε με το δάχτυλό του την ανοιχτή Αγία Γραφή. Ο τσαγκάρης διάβασε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιώ, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και με επισκεφτήκατε… Σας διαβεβαιώνω πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από πιο άσημους αδελφούς μου, τα κάνατε για μένα» (Ματθαίος 25:35-40).
Τότε κατάλαβε πως υπηρετώντας τους άλλους, υπηρετούσε τον Ίδιο τον Ιησού Χριστό.