Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Αυτιά που ακούν
  • μέγεθος γραμματοσειράς +

Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2015

 

Aggeloikaiboskoi«Πρέπει να βρούμε κάποιον που θέλει ν’ ακούσει τα καλά νέα», είπαν οι άγγελοι μεταξύ τους, καθώς πετούσαν ανάλαφρα πάνω από τη Βηθλεέμ που κοιμόταν. «Ίσως βρούμε κάποιον στο σπίτι αυτό που έχει αναμμένο φως. Να, βλέπω κάποιον. Ίσως αυτός θέλει να μας ακούσει», ψιθύρισαν μεταξύ τους.

Οι άγγελοι φτερούγισαν γύρω από έναν άνθρωπο, που ήταν σκυφτός πάνω από ένα τραπέζι φορτωμένο με χρήματα. Ήταν ένας τελώνης που αχόρταγα κοιτούσε τα νομίσματα, που είχε εισπράξει τη μέρα εκείνη. Σκεφτόταν να βρει τρόπους να κρατήσει τα περισσότερα χρήματα για τον εαυτό του.

Η φωνή της πλεονεξίας ήταν τόσο δυνατή που σκέπασε τη φωνή των αγγέλων. Ούτε το απαλό φτερούγισμα των αγγέλων άκουσε, ούτε την υμνωδία τους με τα χαρμόσυνα νέα.

«Βλέπω φώτα κι ακούω φωνές μέσα σ’ εκείνο το αρχοντόσπιτο. Ίσως βρούμε κάποιον εκεί, που θα ήταν πρόθυμος ν’ ακούσει τα καλά νέα. Πάμε λοιπόν», είπαν οι άγγελοι.

Τι απογοήτευση όμως! Οι άγγελοι ούτε καν μπόρεσαν να ψάλλουν και να τους φέρουν τα καλά νέα. Στο σπίτι αυτό, όλοι ήταν τόσο απασχολημένοι με το γλέντι, το φαγοπότι και τα δικά τους τα τραγούδια. Δεν είχαν καιρό ν’ ακούσουν τα καλά νέα. Η φωνή της διασκέδασης έπνιξε το χαρμόσυνο μήνυμα των αγγέλων.

«Βλέπω δύο Ρωμαίους στρατιώτες στην πύλη της Βηθλεέμ. Ίσως οι καρδιές τους είναι έτοιμες ν’ ακούσουν τα καλά νέα».

Οι άγγελοι φτερούγισαν πάνω από τους φρουρούς, που φύλαγαν μην τυχόν και γίνουν επεισόδια με τον τόσο κόσμο, που ερχόταν στην Βηθλεέμ για ν’ απογραφεί. Τους είδαν που ειρωνεύονταν και κακομεταχειρίζονταν τους ταξιδιώτες και κατάλαβαν πως, κι αν ακόμα άκουγαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες τα καλά νέα, δεν θα τα πίστευαν.

«Πρέπει να βρούμε κάποιον που θ’ ακούσει τα καλά νέα», είπαν οι άγγελοι και πέταξαν ξανά και ξανά πάνω από τη Βηθλεέμ που κοιμόταν βαθιά, με την ελπίδα μήπως βρουν έστω κι έναν που να ήταν πρόθυμος ν’ ακούσει τα χαρμόσυνα νέα.

«Κοίτα, πέρα μακριά στους λόφους! Βλέπω μερικούς βοσκούς καθισμένους γύρω από τη φωτιά».

Με μια ελπίδα στην καρδιά, πέταξαν και πλησίασαν τους βοσκούς, που φύλαγαν τα πρόβατά τους. Ήταν άνθρωποι απλοί και πιστοί στα καθήκοντά τους. Μιλούσαν με καλοσύνη μεταξύ τους. Έβλεπαν γύρω τους τη δημιουργία του Θεού με ευγνωμοσύνη στην καρδιά τους. Τους άκουσαν να ψάλλουν τα λόγια κάποιας προφητείας.

«Αυτοί οι άνθρωποι είναι έτοιμοι ν’ ακούσουν τα καλά νέα», είπαν χαρούμενοι οι άγγελοι κι ένωσαν τις φωνές με το πλήθος των αγγέλων.

«Μην τρομάζετε! Να! Σας φέρνω χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλον τον κόσμο. Γιατί σήμερα στην πόλη του Δαβίδ γεννήθηκε για σας Σωτήρας – κι αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος» (Λουκάς 2:10-11).

Και έτσι οι βοσκοί ήταν οι μόνοι που άκουσαν τα καλά νέα, γιατί οι καρδιές τους ήταν έτοιμες κι εναρμονισμένες με την καρδιά του Θεού.

Άραγε εμείς με ποιους μοιάζουμε; Θέλουμε να ακούσουμε τα καλά νέα του Ευαγγελίου ή είμαστε γεμάτοι με τα δικά μας προβλήματα και με τις δικές μας ασχολίες; Τα παιχνίδια, οι παρέες, η διασκέδαση και τα διαβάσματα ας μην μας πνίγουν. Ας μη μας κάνουν απρόθυμους να ακούσουμε το μοναδικό μήνυμα της χαράς και της ελπίδας, που οι άγγελοι θέλουν να μας μεταφέρουν.