Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Το Κόκκινο Ποδήλατο
  • μέγεθος γραμματοσειράς +

Μάιος - Ιούνιος 2013

 

red-bicycleΟ Γιώργος έβλεπε με νοσταλγία τ’ άλλα παιδιά που κυκλοφορούσαν με τα ποδήλατά τους. Οι γονείς του όμως, επειδή δεν τους περίσσευαν χρήματα για να του αγοράσουν, του απέκλεισαν κάθε ενδεχόμενο.

Ο Γιώργος κάθε φορά περνούσε από το ποδηλατάδικο και καμάρωνε το κόκκινο γυαλιστερό ποδήλατο που ήταν στη βιτρίνα. Ήταν πολύ ωραίο, με το φως και το κουδούνι του. Είχε και ένα καλαθάκι για να κουβαλάει τα βιβλία του. Μάλιστα πρόσεξε ότι ο ποδηλατάς κατέβασε την τιμή, γιατί ήταν περίοδος εκπτώσεων και το είπε στη μητέρα του. Εκείνη όμως το απέκλειε.

-          Μα είναι φτηνό και είναι ευκαιρία, επέμενε ο Γιώργος.

-          Ο Θεός αν θέλει και όταν θέλει, Εκείνος μπορεί να σου δώσει ένα ποδήλατο, είπε η μητέρα του με πεποίθηση.

-          Αχ και να ήμουν μεγαλύτερος, θα δούλευα και θα το αγόραζα δίχως να ρωτήσω κανέναν, μουρμούρισε ο Γιώργος και κλότσησε με θυμό τα στοιβαγμένα φύλλα στο πεζοδρόμιο. Τότε ένοιωσε στο παπούτσι του κάτι σκληρό και έσκυψε στα μουσκεμένα φύλλα. Με έκπληξη είδε να ξεπροβάλλει ένα μαύρο δερμάτινο πορτοφόλι. Δεν πίστευε στα μάτια του! Το έψαξε και είδε ότι μέσα υπήρχαν αρκετά χαρτονομίσματα! Ο Γιώργος τα μέτρησε… και ήταν τόσα όσα χρειαζόταν για ν’ αγοράσει το ποδήλατο που λαχταρούσε. Όνομα και διεύθυνση ευτυχώς δεν βρήκε. «Ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει ο Θεός να μου δώσει το ποδήλατο! Εφόσον δεν ξέρω σε ποιον ανήκει, θα το κρατήσω για δικό μου»,σκέφτηκε.

Τώρα έπρεπε να βιαστεί για να προλάβει πριν κλείσει το κατάστημα. Έβαλε το πορτοφόλι στην τσέπη κι άρχισε να τρέχει χαμογελαστός και χαρούμενος, καθώς φανταζόταν τον εαυτό του πάνω στο καινούργιο κόκκινο ποδήλατο.

Στο δρόμο τον συνάντησε, ξαφνικά, ο φίλος του ο Κώστας και τον ρώτησε. «Πού πηγαίνεις έτσι αλαφιασμένος;»

-          Πηγαίνω ν’ αγοράσω εκείνο το κόκκινο ποδήλατο που είναι στη βιτρίνα, απάντησε με ύφος μεγάλου άντρα, ο Γιώργος.

-          Ποιος σου έδωσε χρήματα; θέλησε να μάθει ο Κώστας.

-          Ο Θεός μου τα έστειλε, είπε ο Γιώργος, δίχως να σταματήσει να τρέχει. Ο Κώστας που δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε, συνέχισε να τον ακολουθεί.

-          Μπορώ να ’ρθω κι εγώ μαζί σου; τον ρώτησε

-          Έλα και κάνε γρήγορα, για να προλάβουμε, του είπε ο Γιώργος λαχανιασμένος. Όταν όμως φτάσανε στο κατάστημα το βρήκαν κλειστό και ο Γιώργος έσπρωξε την πόρτα με μανία για να βεβαιωθεί.

-          Τώρα θα πρέπει να περιμένω μέχρι αύριο, είπε θυμωμένος.

-          Δεν πειράζει, το αύριο θα έρθει γρήγορα, τον παρηγόρησε ο φίλος του. Έμειναν εκεί για λίγη ώρα σιωπηλοί και καμάρωσαν το ποδήλατο. Ύστερα από λίγο ο Κώστας διέκοψε τη σιωπή λέγοντας.

-          Είσαι σίγουρος ότι έχεις όλο το ποσό για να αγοράσεις το ποδήλατο; Ο Γιώργος έβγαλε με καμάρι το δερμάτινο πορτοφόλι από την τσέπη και του έδειξε τα χαρτονομίσματα. Ο Κώστας έμεινε έκπληκτος.

-          Μα αυτά είναι πολλά λεφτά! Ποιος σου τα έδωσε;

-          Τα βρήκα, είπε κοφτά ο Γιώργος.

-          Και δεν σκέφτηκες να παραδώσεις το πορτοφόλι; τον ξάφνιασε ο Κώστας.

-          Όχι, βέβαια. Αφού δεν έχει όνομα και δεν ξέρω σε ποιον ανήκει. Μετά από λίγο όμως ο Γιώργος χαμήλωσε τη φωνή του και συνέχισε. Να σου πω την αλήθεια, αυτό ούτε που μου πέρασε από το νου.

-          Είναι σαν να τα κλέβεις τα χρήματα, αν τα κρατήσεις δίχως να κάνεις κάποια προσπάθεια για να βρεις τον κάτοχό τους, τον μάλωσε ο Κώστας.

-          Ο Γιώργος κατάλαβε ότι η επίμονη επιθυμία του να αποκτήσει το ποδήλατο τον είχε κυριέψει και άρχισε να νιώθει άβολα. Έτσι ο Κώστας του πρότεινε:

-          Θέλεις να πάμε μαζί στο Αστυνομικό Τμήμα να το αναφέρουμε; Και αν δεν βρεθεί ο κάτοχός του, τότε θα γίνουν τα λεφτά δικά σου.

Ο Γιώργος συμφώνησε, ενώ από μέσα του, ευχόταν να μην υπάρχει κάτοχος. Απογοητεύτηκε όμως όταν ο αστυνομικός της υπηρεσίας τον βεβαίωσε πως μια φτωχιά γιαγιούλα, που ζούσε μόνη της, δήλωσε ότι έχασε ένα πορτοφόλι σαν κι αυτό.

-          Θέλεις να πάμε μαζί στο σπίτι της για να της το παραδώσεις εσύ ο ίδιος; ρώτησε ο αστυνόμος το Γιώργο που δεν φαινόταν και πολύ πρόθυμος. Ο Κώστας πήρε το λόγο:

-          Μάλιστα κύριε. Θα έρθουμε μαζί σας. Ύστερα από λίγο το αμάξι σταμάτησε μπροστά σ’ ένα χαμόσπιτο. Η ηλικιωμένη γυναίκα που έμενε εκεί αναγνώρισε το πορτοφόλι και είπε φανερά συγκινημένη:

-          Ο γιος μου έστειλε τα χρήματα αυτά για να πληρώσω τους λογαριασμούς μου. Ήμουν πολύ στενοχωρημένη που τα έχασα. Πόσο χαίρομαι που τα βρήκες αγόρι μου. Θέλω κι εγώ να σου δώσω κάτι για την αμοιβή σου, είπε και κοίταξε γύρω. Και τότε της ήρθε μια ιδέα:

-          Έχεις ποδήλατο; Τον ρώτησε.

-          Όχι, αλλά πολύ θα ήθελα να είχα ένα, είπε με προσδοκία ο Γιώργος. Η γυναίκα είπε να την ακολουθήσουν και τους έδειξε ένα ποδήλατο, που ο εγγονός της το άφησε πριν μερικά χρόνια. Μπορείς να το πάρεις αν το θέλεις, είπε στο Γιώργο.

-          Α! Είναι πολύ καλό, φώναξε χαρούμενος. Θ’ αγοράσουμε κόκκινη μπογιά και θα το βάψουμε μαζί με τον Κώστα. Θα γίνει σαν καινούργιο. Τα παιδιά χάρηκαν κι ευχαρίστησαν τη γυναίκα.

Καθώς ο Γιώργος έβγαινε από την αποθήκη τσουλώντας το ποδήλατο, θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας του και σκέφτηκε ότι πραγματικά ο Θεός έχει τους δικούς του τρόπους για να εκπληρώνει τις ανάγκες των παιδιών του.

Ο Θεός παιδιά μου είναι Εκείνος που μας υπόσχεται: «Όλες τις ανάγκες μας θα τις καλύψει σύμφωνα με τον πλούτο Του, που μας χαρίζει δια του Ιησού Χριστού, για να δοξάζεται η αγαθότητά Του» (Φιλιππησίους 4:19) και Εκείνος πάντοτε έχει το δικό Του τρόπο για να πραγματοποιεί την κάθε υπόσχεσή Του.