Ο Μακρυγιάννης είπε…
«… Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις.
Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων· κι εκείνους που αποφάσισαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, στο Χάνι της Γραβιάς· κι εκείνους που λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες στα Βασιλικά· κι εκείνους που αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, όπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σ’ αυτές τις δυο θέσες πού ’ναι τα κλειδιά σου – ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου, και τ’ άλλο των Θερμοπύλων. Κι αφού πήγανε κι από τα δυο μέρη ν’ ανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν, εκείνοι οι ολίγοι, στ’ άλλο μέρος των Θερμοπύλων κι άλλού.
Αυτήνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Αυτήνοι ψύχωσαν εκείνους που πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές· και νηστικούς κι αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, Πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του…
Γύμνωσαν και τους Τούρκους, παίρνοντας το βίον τους, και το έθνος το γύμνωσαν και το αφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν – γιομόζουν αυτείνοι αγαθά. Και οι Κολοκοτρωναίγοι οι φίλοι τους τα καλύτερα υποστατικά και πλούτη της πατρίδος. Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίοι»
«Μακρυγιάννη Γιάννη: «Άπαντα», εκδόσεις «Μέρμηγκας»,
Αθήνα, 1975, σελ. 149-150»
Οδυσσέας Ανδρούτσος
Επιστολή προς τους Γαλαξιδιώτες:
Στ’ άρματα, αδέλφια!
ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΜΟΥ Γαλαξειδιώταις, ήτανε φαίνεται από τόν Θεόν γραμμένο ν’ αδράξωμε τά άρματα μίαν ημέρα καί νά χυθούμε καταπάνου στούς τυράννους μας, πού τόσα χρόνια ανελεήμονα μάς τυραγνεύουν. Τί τήν θέλομεν, βρέ αδέρφια, αυτήν τήν πολυπικραμένη ζωή, νά ζούμε αποκάτω στή σκλαβιά, καί τό σπαθί τών Τούρκων ν΄ άκονιέται στά κεφάλια μας; Δεν τηράτε πού τίποτε δέν μας απόμεινε; Αί εκκλησίαις μας γενήκανε τζαμιά καί αχούρια τών Τούρκων, κανένας δέν μπορεί νά πή πώς τάχα έχει τίποτε ιδικό του, γιατί τό ταχύ βρίσκεται φτωχός, σά διακονιάρης στή στράτα. Αί φαμελιαίς μας καί τά παιδιά μας είναι στά χέρια καί τή διάκρισι τών Τούρκων.
Τίποτε, αδέρφια, δέν μάς έμεινε. Δέν είναι πρέπον νά σταυρώσωμε τά χέρια καί νά τηράμε τόν ουρανό. Ο Θεός μάς έδωσε χέρια, γνώσι και νού, άς ρωτήσουμε τήν καρδιά μας καί ό,τι μάς απαντυχαίνη άς τό βάλωμε γρήγορα σέ πράξιν, καί άς είμεθα αδέλφια βέβαιοι, πώς ο Χριστός μας, ο πολυαγαπημένος, θά βάλη τό χέρι Του επάνω μας.
Ό,τι θά κάμωμε, πρέποντας είναι νά κάμωμε μιάν ώρα αρχήτερα, γιατί ύστερα θά χτυπάμε τά κεφάλια μας. Τώρα η Τουρκία είναι μπερδευμένη σε πολέμους, καί δέν έχει ασκέρια νά στείλη καταπάνου μας. Άς ωφεληθούμεν από την περίστασιν οπού ο Θεός, ακούοντας τά δίκαια παράπονά μας, μάς έστειλε διά ελόγου μας. Στ΄ άρματα αδέλφια! Ή νά ξεσκλαβωθούμεν, ή όλοι νά πεθάνωμε, καί βέβαια καλλίτερο θάνατο δέν μπορεί νά προτιμήση κάθε Χριστιανός καί Έλληνας...