Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες
  • μέγεθος γραμματοσειράς +

Μάιος - Ιούνιος 2020

 

Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)

 

Πάμπτωχος από Υλικά και Ανέσεις,

Πλούσιος από Αρετές και Θεία Χάρη

agiosPaisios

Στο φτωχικό Καψαλιώτικο Καλυβάκι του Τιμίου Σταυρού, ζούσε ο π. Παΐσιος ο Αγιορείτης. «Εν λάκκω κατωτάτω», με προσευχή αδιάλειπτη, μόνος του με συντροφιά μόνο τον Θεό και τρεφόμενος με τη χάρη Του. Πάμπτωχος από υλικά και ανέσεις, αλλά πλούσιος σε αρετές, έλιωνε τον εαυτό του στην άσκηση και μετάγγιζε παρηγοριά και ελπίδα σε κάθε άνθρωπο. Πάλευε με δαίμονες, με ταγκαλάκια, με τον ίδιο τον Διάβολο. Συνομιλούσε με Αγίους και συναναστρεφόταν με άγρια ζώα. Τα τάιζε ο ίδιος με τα χέρια του και τα καλούσε με το όνομά τους.

Διηγήθηκε κάποτε ο Γέροντας: «Βρισκόμουν σε κάποιο Μοναστήρι (Σταυρονικήτα). Ήταν εσπέρα. Φεύγοντας βρίσκω έξω από την πόρτα του Μοναστηριού έναν λαϊκό που ήθελε να μου μιλήσει. Η ώρα περνούσε και ήμουν άρρωστος. Ήταν τέτοια η αρρώστια που ούτε μπορούσα να καθίσω για να ξεκουραστώ, ούτε να στέκομαι όρθιος. Ενώ λοιπόν μου μιλούσε, πέρασε η ώρα και νύχτωσε. Σκέφτηκα σε μια στιγμή την αρρώστια μου και θέλησα να διακόψω τη συζήτηση, αλλά είπα: «Ο άνθρωπος έχει τόσα προβλήματα, εγώ τον εαυτό μου θα κοιτάξω;». Και έτσι συνέχισε να μου μιλά μέχρι που νύχτωσε τελείως. Ο λαϊκός είχε να κοιμηθεί κάπου σε γνωστό του κελί. Η πόρτα του Μοναστηριού είχε κλείσει. Αφού τελειώσαμε, πήρα το δρόμο για να πάω στο Καλύβι (του Τίμιου Σταυρού). Μπήκα στο μονοπάτι και θα περνούσα από ένα σημείο που είναι στενό και απότομο. Όταν έφτασα σ’ αυτό το σημείο, επειδή δεν έβλεπα - δεν είχα φακό μαζί μου - πέφτω μέσα στα κλαδιά και στα βάτα και πιάστηκα από τα κλαδιά. Δεν έβλεπα καθόλου και μου ήρθε το σακίδιο στο κεφάλι μου. Στη θέση που βρισκόμουν σκέφτηκα: «Τι να κάνω; Ας κάνω το Απόδειπνο». Αρχίζω … Άγιος ο Θεός κ.λπ. Σε μια στιγμή ανάβει ένα δυνατό φως, το κεφάλι μου έγινε σαν λάμπα! Γύρω μου έγινε μέρα! Οπότε είδα πού βρισκόμουν, σκαρφάλωσα και βγήκα. Το φως συνέχιζε να φωτίζει γύρω μου. Η καρδιά μου ήταν γεμάτη ουράνια αγαλλίαση. Έφτασα στο καλύβι, πήρα το κλειδί από τη θέση που το είχα, άνοιξα μπήκα στην Εκκλησία, άναψα τα καντήλια και τότε το φως «υποχώρησε».

(Μιλτιάδης Βιτάλης, Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες του Αγ. Παϊσίου, σελ. 139,140)