Ιούλιος - Αύγουστος 2021
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Η Παναγία και το Καντήλι της
Την Παναγία την είχε σαν μάνα του (ο Γέροντας Παΐσιος). Την ένιωθε δική του μητέρα και όχι σπάνια, με απλότητα μικρού παιδιού της ζητούσε να στηρίξει επισκέπτες και προσκυνητές.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την εμφάνιση του Χριστού και συνέβη στον Γέροντα Παϊσιο ένα ακόμη θαυμαστό και θείο γεγονός, την ώρα που στο μικρό εκκλησάκι της καλύβης του διάβαζε ο διάκονος το Τροπάριο «Μαρία, Μήτερ Θεού, της ευωδίας το σεπτόν σκήνωμα».
Ήταν παραμονή της εορτής του Τιμίου Σταυρού και μαζί του ήταν τότε ο διάκονος και νυν Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος, ένας σπουδαίος κληρικός με σημαντική και αξιέπαινη ποιμαντορική και φιλανθρωπική δράση. Έκαναν μαζί αγρυπνία και το πρωί θα ερχόταν παπάς για τη Θεία Λειτουργία από τη Μονή Σταυρονικήτα. Ο Γέροντας στεκόταν δίπλα στον διάκο και έκανε συνεχώς εδαφιαίες μετάνοιες σε όλη τη διάρκεια της Ακολουθίας της Μεταλήψεως.
Ήταν μία παρά, περασμένα μεσάνυχτα και ο διάκος καθόταν στο μοναδικό στασίδι που υπήρχε, κρατώντας ένα κερί για να μπορεί να διαβάζει τη Θεία Μετάληψη. Τότε μέσα στο εκκλησάκι ακούστηκε ένας απαλός θόρυβος σαν αύρα θαλασσινή σε παραδεισένιο τοπίο. Την ίδια στιγμή το σχεδόν σκοτεινό εκκλησάκι που φωτιζόταν μόνο από τα καντήλια και τα κεριά, φωτίστηκε με ουράνιο φως που έμοιαζε σαν προβολέας με λευκό φως. Ταυτόχρονα το καντήλι της Παναγίας άρχισε να πηγαινοέρχεται σαν εκκρεμές, ενώ τα υπόλοιπα καντήλια παρέμεναν ακίνητα.
Έκπληκτος ο διάκος παρατηρούσε το υπερφυσικό γεγονός. Τότε στράφηκε με απορία και δέος μαζί στον π. Παΐσιο που του έκανε νόημα να σωπάσει. Αμήχανος απ’ όσα συνέβαιναν στο εκκλησάκι, όπου επικρατούσε ουράνια γαλήνη, μετά από λίγο συνέχισε από μόνος του να διαβάζει την Ακολουθία, ενώ μια ανατριχίλα διαπερνούσε το κορμί του. Ο Γέροντας είχε τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. Ήταν σκυφτός με το κεφάλι του να ακουμπάει στο δάπεδο.
Το θεϊκό αυτό γεγονός κράτησε περίπου μία ώρα. Είχε χαθεί η αίσθηση του χρόνου, όταν στο σημείο που ο διάκος έφτασε στην ευχή, «από ρυπαρών χειλέων…» σιγά σιγά έσβησε το δυνατό φως και σταμάτησε να κουνιέται το καντήλι της Παναγίας.
Λίγο αργότερα, όταν επέστρεψαν οι δυο τους στον κύριο χώρο της καλύβης, ρώτησε ο διάκος τον π. Παΐσιο:
– «Γέροντα, τι ήταν αυτό το πράγμα;»
– «Ποιο πράγμα;»
– «Το καντήλι. Πως κουνιόταν το καντήλι τόση ώρα;»
– «Τι είδες;»
– «Κουνιόταν το καντήλι της Παναγίας δεξιά - αριστερά».
– «Μόνο αυτό είδες;»
– «Και φως …άπλετο φως!»’
– «Άλλο;»
– «Δεν είδα τίποτε άλλο».
– «Τίποτε δεν ήταν… Δεν ξέρεις ότι στο Άγιο Όρος η Παναγία περνάει κάθε βράδυ από τα Μοναστήρια και τα Κελιά και βλέπει τι κάνουν οι μοναχοί; Πέρασε και από εδώ, είδε δυο παλαβούς που διάβαζαν και κούνησε το καντήλι να τους χαιρετήσει!»
Κάποια άλλη φορά, σε μια άλλη συνάντησή τους, αποκάλυψε ο Γέροντας Παΐσιος στον π. Αθανάσιο, ότι εκείνο το βράδυ είχε περάσει η ίδια η Παναγία από το εκκλησάκι της καλύβης. Απλά δεν μπόρεσε τότε, δεν το επιθυμούσε η ίδια, να τη δει ο διάκος, στα μάτια του οποίου η Παναγία ήταν αόρατη.
Ο νυν Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος ακόμα μέχρι σήμερα θυμάται με μεγάλη συγκίνηση, όσα θαυμαστά βίωσε εκείνο το βράδυ στο αγιασμένο εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού.
Ο Γέροντας βίωνε συχνά θαυμαστά γεγονότα που όπως έλεγε, τονώνουν την πίστη, θερμαίνουν την ψυχή και φουντώνουν την αγάπη του ανθρώπου για τα θεία. Βγαίνει ο Χριστιανός από τα πεζά, τα φθαρτά και βιώνει ουράνιες καταστάσεις.
Είναι γεγονός, ότι ο Γέροντας δεν υπολόγιζε καθόλου τον εαυτό του. Τον είχε για πέταμα, λόγω της ταπείνωσής του. Όλη του η μέριμνα ήταν να αναπαύσει, να στηρίξει, να διακονήσει, να θεραπεύσει τους άλλους.
(Μιλτιάδης Βιτάλης «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες» του αγ. Παϊσίου, σελ. 161,162,163)
«Η καλοσύνη μαλακώνει και ανοίγει την καρδιά, σαν το λάδι την σκουριασμένη κλειδαριά». Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Μάιος - Ιούνιος 2021
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Αγαπούσε τον Χριστό
Eίναι συγκλονιστική η διδασκαλία του Ιησού Χριστού και των μαθητών Του. Είναι καιρός να ακουμπήσουμε τα βάρη μας πάνω Του. Να μαθητεύσουμε κοντά σε αγιασμένους γέροντες και γερόντισσες. Κουραστήκαμε να εμπιστευόμαστε τυφλά τις ανούσιες και άκαιρες επιλογές μας. Τις ανίερες προσπάθειες και τις αποστασίες μας. Έτσι, κουραστήκαμε να διαψευδόμαστε από τον ίδιο τον εαυτό μας. Να μας ακυρώνουν οι δήθεν ελεύθερες επιλογές μας, η αλαζονεία, η απιστία μας.
Μόνη λύση να Του παραδοθούμε. Περιμένει από εμάς μία ελάχιστη κίνηση μετάνοιας, ένα νεύμα, μια πρόσκληση, ένα κάλεσμα, έστω και αμήχανο. Για να βάλει Εκείνος μετά την απαιτούμενη δύναμη, ώστε να μας στηρίξει αποφασιστικά.
Χιλιάδες είναι οι αφορμές που μας δίνει ο Χριστός για να μας αποκαλύψει την Αγιασμένη Παρουσία Του. Χιλιάδες είναι οι αφορμές για να μας πει, ότι είναι Παρών στη ζωή μας.
Στην αγκαλιά Του βρίσκει καταφύγιο το κάθε δάκρυ, η κάθε σταγόνα αίμα που χύνουμε, ο ιδρώτας, ο κόπος μας. Ανεξήγητο μυστήριο ο άνθρωπος που διστάζει ή και φοβάται να πλησιάσει τον Δημιουργό του. Έτσι πολύ εύκολα γλίστρησε στην αγκαλιά των δαιμόνων και χάνεται στου Άδη τα μονοπάτια.
Τι ήταν ο Γέροντας Παϊσιος; Ένας χωματένιος άνθρωπος, ταπεινός, πράος, που έγινε τίποτα και κέρδισε τα πάντα από τον Χριστό. Στερήθηκε, μάτωσε, αγωνίστηκε, ασκήθηκε και έτσι έζησε την πληρότητα των μακαρίων υποσχέσεων. Αναγνώρισε με ταπείνωση την αμαρτωλότητά του, έλιωσε τη σάρκα μέσα από υπεράνθρωπες νηστείες και θυσίες. Άγρυπνος βιαστής της φύσης του. Μιλούσε περισσότερο με τα μάτια, παρά με το στόμα. Επικοινωνούσε μέσα από τη σιωπή και οι αναστεναγμοί της προσευχής του έφταναν αβίαστα μέχρι τον θρόνο του Θεού.
Η παρουσία του θυσιαστικό παράδειγμα, η αγιασμένη βιωτή του στήριξε όχι μόνο το Άγιο Όρος, αλλά την Εκκλησία, την Ορθοδοξία, την Οικουμένη.
Πόσοι από εμάς μπορούμε να βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής μας τον ίδιο τον Ιησού Χριστό; Να γευόμαστε τέτοιες θεϊκές χαρές λόγω της εξαγιασμένης ζωής μας; Τι γεννά το μυστήριο του θεωμένου ανθρώπου; Τα δάκρυα των ματιών του αναμεμειγμένα με το αίμα του Χριστού. Η μετάνοιά του γονιμοποιημένη από τη Χάρη του Θεού. Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο παππούλης μας, ο Γέροντας της καρδιάς μας.
Έκλαιγες Παϊσιε για όλες και όλους εμάς, μέχρι να περάσει ο πόνος, η ασθένεια, μέχρι να οικονομηθεί η δυσκολία μας. Κοιμήθηκες τόσο λίγο, πόνεσες τόσο βαθιά, έκλαψες τόσο πολύ! Όχι μόνο για τις δικές σου αμαρτίες (που ήταν ελάχιστες), αλλά κυρίως για τις δικές μας που είναι ασήκωτες.
(Μιλτιάδης Βιτάλης, «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες»
Του Αγίου Παϊσίου, σελ. 159-161)
Μάρτιος - Απρίλιος 2021
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Εμφάνιση του Χριστού
Το παρακάτω θαυμαστό γεγονός διαδραματίζεται στις 26 Μαΐου του 1977 κατά τις πεντέμισι η ώρα το πρωί (το προηγούμενο βράδυ ήταν του Τιμίου Προδρόμου) και ξημέρωνε του Αγίου Κάρπου. Ο Γέροντας όλη εκείνη την περίοδο βρισκόταν για ημέρες σε κατάσταση «αρπαγής». Ζούσε έντονες πνευματικές καταστάσεις. Είχε κλειστεί στο καλυβάκι του και δεν μιλούσε σε κανέναν γι’ αυτές. Τσάκιζε τη σάρκα και τα κόκαλά του και είχε μια μεγάλη εσωτερική πνευματική αλλοίωση. Βρισκόταν σ’ αυτή την πνευματική κατάσταση από το Άγιο Πάσχα και τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα.
Ξημερώματα του Αγίου Κάρπου και ενώ είχε αρχίσει να φωτίζει, προσευχόταν ο Άγιος με δάκρυα συντριβής. Σε μια στιγμή σαν να χάθηκε ο τοίχος της καλύβης (δίπλα στο κρεβάτι προς το εργαστήριο). Βλέπει τότε τον Χριστό μέσα σε άπλετο λευκό φως, σε απόσταση έξι μέτρων περίπου. Έφυγε δηλαδή όλος ο δυτικός τοίχος της καλύβης και εμφανίστηκε ο Χριστός, όπως εικονίζεται στον Κήπο της Γεθσημανής.
«Έλαμπε τόσο το πρόσωπό Του και η γλυκιά Του όψη σε διέλυε», έγραψε ο Άγιος σε επιστολή του. «Τον έβλεπα με τα μάτια της ψυχής, γιατί όπως είδα, τα μάτια του σώματος σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι άχρηστα. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η λαμπερή εκείνη όψη Του με την γλυκιά εκείνη θεία πραότητα. Και εκείνο που σκέφτηκα όταν Τον είδα, είναι, πως μπόρεσαν οι άνθρωποι να φερθούν τόσο απάνθρωπα στον Θεάνθρωπο Ιησού; Πώς μπόρεσαν να μπήξουν καρφιά σ’ αυτό το σώμα;…Απόμεινα! Τι γλυκύτητα ένιωθα! Τι αγαλλίαση! Δεν μπορώ να εκφράσω με δικά μου λόγια την ομορφιά αυτή. Ήταν αυτό που λέει: Ο ωραίος κάλλει παρά τους οφθαλμούς των ανθρώπων. Θα άξιζε να αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια για να δει αυτή την ομορφιά για μια στιγμή και μόνο. Τι μεγάλα και ανείπωτα είναι δυνατόν να χαριστούν στον άνθρωπο και με τι τιποτένια ασχολούμαστε!»
Αργότερα στην Αδελφότητα της Σουρωτής έλεγε ο π. Παΐσιος, ότι θεωρούσε αναίδεια να θυμάται το γεγονός. Θεώρησε μεγάλο χρέος, ασήκωτο, τη μεγάλη αυτή συγκατάβαση της εμφάνισης στην καλύβη του, του ιδίου του Χριστού. Προσπάθησε να το ξεχάσει, γιατί πίστευε ότι δεν είναι άξιος. Δεν μπορούσε να ξεχρεώσει αυτό το μεγάλο δώρο του Δημιουργού της κτίσης.
Ήταν απόλυτα βεβαιωμένος ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος για την άνευ όρων αγάπη του Θεού, για την άκρα φιλανθρωπία Του, ώστε να μην πάψει ούτε για ένα λεπτό να νιώθει ευγνωμοσύνη και Τον δοξολογούσε αδιάλειπτα.
Είναι συγκλονιστική η διδασκαλία του Ιησού Χριστού και των μαθητών Του. Είναι καιρός να ακουμπήσουμε τα βάρη μας πάνω Του. Να μαθητεύσουμε κοντά σε αγιασμένους γέροντες και γερόντισσες. Κουραστήκαμε να εμπιστευόμαστε τυφλά τις ανούσιες και άκαιρες επιλογές μας, τις ανίερες προσπάθειες και τις αποστασίες μας. Έτσι, κουραστήκαμε να διαψευδόμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Να μας ακυρώνουν οι δήθεν ελεύθερες επιλογές μας, η αλαζονεία, η απιστία μας.
Μόνη λύση να Του παραδοθούμε. Περιμένει από εμάς μίαν ελάχιστη κίνηση μετάνοιας, ένα νεύμα, μια πρόσκληση, ένα κάλεσμα, έστω και αμήχανο. Για να βάλει Εκείνος μετά, την απαιτούμενη δύναμη, ώστε να μας στηρίξει αποφασιστικά.
(Μιλτιάδης Βιτάλης, «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες», του αγ. Παϊσίου,
σελ. 158, 159)
Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2021
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Περιμένοντας Τον Θάνατο
Χειμώνας του 1976 και είχε πέσει πολύ χιόνι στο Άγιον Όρος. Επικρατούσε μεγάλη κακοκαιρία. Οι δρόμοι και τα μονοπάτια είχαν αποκλειστεί. Ο Γέροντας αποκλεισμένος στο καλύβι του, βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Κρυμμένος, φορώντας το ράσο, το ζωστικό, τα «μοναχικά» παπούτσια τα χιλιοεπισκευασμένα, προσεύχονταν. Ένα ράσο με τετραγωνικά νοικοκυρεμένα μπαλώματα, λίγο ξεθωριασμένο. Ένα γυαλισμένο από τη χρήση κουκούλι, ένα σκουφάκι … όλα πεντακάθαρα, πεταμένα πάνω στο ανάλαφρο ασκητικό του κορμάκι. Σκελετωμένο σώμα, μια μορφή γλυκύτατη, γεμάτη ουράνια γαλήνη που αγκάλιαζε την ευγενέστατη αρχοντική παρουσία του. Και πάνω του ένας μπαλωμένος χιτώνας «μοναχικός», κάτι σαν πουλόβερ που μάταια προσπαθούσε να τον προστατεύσει από την παγωνιά.
Φωτιά μέσα στο καλύβι δεν μπορούσε να ανάψει, γιατί τα σπίρτα είχαν μουσκέψει από την υγρασία. Έλιωνε χιόνι και έπινε νερό. Για δύο ολόκληρες ημέρες δεν έφαγε τίποτε, ήταν νηστικός. Τον βασάνιζε και ένας πυρετός μαζί με ρίγη και κοιλιακό άλγος. Την τρίτη ημέρα του αποκλεισμού είπε: «Όπως φαίνεται ... θα πεθάνω». Ξαπλωμένος, αδύναμος στο κρεβατάκι που είχε το σχήμα του φέρετρου, είχε δίπλα του κρεμασμένο το σχήμα του παπά-Τύχωνα. Το τοποθέτησε πάνω στο σκελετωμένο σώμα του και άρχισε να λέει την ευχή, περιμένοντας με χαρά και ανυπομονησία το θάνατο!
Ξαφνικά έγινε ένα θαυμαστό γεγονός, αληθινό θαύμα. Ένιωσε το αδύναμο κορμάκι του να φλέγεται από μια θεϊκή δύναμη. Αισθάνθηκε να βγαίνει από το καλύβι του Τιμίου Σταυρού και να τα βλέπει όλα καθαρά, φωτεινά μέσα σε ουράνιο φως! Είδε «εν πνεύματι» όλη τη φύση, όλη την κτίση, τα δένδρα, τα ζώα, τα πουλιά, τα αστέρια, τη θάλασσα … να δοξολογούν τον Δημιουργό τους Θεό! Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέει: «Όλα αυτά έγιναν για τον άνθρωπο».
Κάποια στιγμή τελείωσε το θεϊκό αυτό γεγονός και επανήλθε ο Γέροντας στην προηγούμενη κατάσταση. Μόνο που τώρα ήταν όλα διαφορετικά. Είχε αποκτήσει μεγάλες υπεράνθρωπες δυνάμεις και αντοχές τόσες, ώστε να αντέξει και τις υπόλοιπες ημέρες, που έμεινε μόνος και αποκλεισμένος από τα χιόνια, χωρίς τροφή και ζεστασιά.
Βίωσε ο π. Παΐσιος ημέρες τέλειας εγκατάλειψης και βρέθηκε κοντά στο θάνατο. Δεν είχε καμία ανθρώπινη συντροφιά και παρηγοριά. Είχε όμως δίπλα του τον Θεό και αυτό του έφτανε.
Όταν αντικρίζεις τέτοιους γέροντες, τέτοιους ασκητές, υποψιάζεσαι ότι μετά θάνατον θα ευωδιάζουν το άρωμα της άφθαρτης και αιώνιας ζωής. Είναι οι μυστικοί θησαυροί του Αγίου Όρους, που κάποιοι φεύγουν απ’ αυτόν τον κόσμο ανεξιχνίαστοι.
Δεν συνέβη ευτυχώς αυτό με τον Γέροντα Παΐσιο. Γιατί, παρότι το μεγαλύτερο μέρος του βίου του ήταν άγνωστο στους πολλούς, στα τελευταία είκοσι χρόνια πριν την οσιακή κοίμησή του, ο Χριστός τον αποκάλυψε στους ανθρώπους.
Μετά την εμπειρία αυτή ο Γέροντας είχε την επιθυμία να πεθάνει μόνος, χωρίς καμία βοήθεια, στερημένος από κάθε ανθρώπινη παρηγοριά. Αναζητούσε τη θεϊκή παρηγοριά, τη θερμή παρουσία του Θεού και στο θάνατό του.
(«Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες», Μιλ. Βιτάλης, σελ. 153,154,155)
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2020
Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες (Οσίου Παϊσίου)
Η Σιγή Των Πουλιών
Στην καλύβι του Τιμίου Σταυρού είχε ο Παΐσιος ένα υπαίθριο αρχονταρίκι, όπου κερνούσε λουκουμάκι, δύο - τρία φουντούκια, ξηρά σύκα και νεράκι. Η περιοχή είναι παραδεισένια, αλλά ερημική. Ησυχία αφάνταστη. Κάποια αγριοπούλια απότομα διασχίζουν τον αέρα και ξαφνικά χώνονται σε φυσικές φωλιές. Εδώ ο ερημικός τόπος είναι γεμάτος φωλιές. Φωλιές για πουλιά, φωλιές για ζωάκια, φωλιές για φίδια. Παραδεισένια ησυχία και μοναξιά καλύπτει τα πάντα και στο καλυβάκι επικρατεί υποβλητική φτώχεια. Όλα στενά, όλα μικρά, όλα φτωχά, όλα παλιά. Τίποτε που να αξίζει σ’ αυτόν τον κόσμο. Όλα υπογραμμίζουν την άρνηση του ψέματος και της απάτης.
Η περιοχή έχει και πολλά αηδόνια, τα οποία όταν κελαηδούσαν όλα μαζί, ο θόρυβος που έκαναν δεν επέτρεπε να ακούσουν οι επισκέπτες τα θεόπνευστα λόγια του Γέροντα. Δεν ήταν σπάνιες οι φορές (υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες π.χ. Ιερομόναχος Χριστόδουλος Καπέτας), ότι τότε ο Γέροντας έλεγε επιτακτικά στα αηδόνια να κοπάσουν: «Κοπάστε (δεν είπε σωπάστε) ευλογημένα, αφού βλέπετε, ότι έχω συζήτηση! Όταν τελειώσω εγώ να αρχίσετε εσείς». Αυτόματα τότε τα πουλιά κόπασαν, χωρίς να κινηθούν από τη θέση τους!
Η σιγή των αηδονιών στην εντολή του Γέροντα προκαλούσε έκπληξη στους επισκέπτες, που αδυνατούσαν να αντιληφθούν το μέγεθος της αγιότητάς του. Η αίσθηση που προκαλούσε στους προσκυνητές, στους επισκέπτες, ήταν ότι ήταν άνθρωπος αγγελικών καταστάσεων, αλλά δύσκολα μπορούσαν να ανιχνεύσουν τα ίχνη της υπερβατικότητάς του.
Ο Γέροντας τα έκανε όλα να φαίνονται τόσο εύκολα. Τα έκανε αβίαστα, χωρίς πίεση, χωρίς άγχος. Βίωναν οι επισκέπτες ουράνιες καταστάσεις, αλλά τους φαίνονταν απόλυτα φυσιολογικές. Γεύονταν το μέλι της θεϊκής αλήθειας κοντά του, χωρίς πάντα να το συνειδητοποιούν άμεσα.
Τι αντιπροτείνουμε σ’ αυτόν που έταξε ως σκοπό της ζωής του την εκούσια βία και την άρνηση του ιδίου θελήματος; Να κάνει ότι του αρέσει χωρίς να υπολογίζει τον πλησίον του; Να αποκτήσει πολλά χρήματα, σπίτια, περιουσίες; Να ξεχάσει τον Ιησού Χριστό και να γίνει φίλος της ύλης και των δαιμόνων;
Τι αντιπροτείνουμε σ’ αυτόν που τα κατανοεί όλα ειρηνικά και αδιατάρακτα, που η γλύκα της όψης του είναι κάτι το μοναδικό; Που δεν τον ακουμπούν τα μίση, τα πάθη, αλλά η ακινησία του σώματός του προδίδει ανυπολόγιστη εσωτερική δύναμη, ασύλληπτη ησυχία, απροσμέτρητο βάθος;
Τι αντιπροτείνουμε σ’ αυτόν που αδιάλειπτα προσεύχεται, που ασκείται στην νοερά εργασία και προσευχή; Που δεν γελάει, δεν μιλάει, σιωπά και χάνεται στην απεραντοσύνη της αγάπης Του; Σ’ αυτόν που κρύβεται, που ζει σε χαμηλές καλύβες, σε σπηλιές, σε ασκηταριά που βρίσκονται σε βαθουλώματα του εδάφους, στην έρημο; Σ’ αυτόν που η λογική του μοιάζει με πύραυλο που κατευθύνεται στον θρόνο του Θεού και γεύεται από τώρα τη Θεία Χάρη;
Τι να αντιπροτείνουμε λοιπόν σε έναν Άγιο για να τον πείσουμε ότι σφάλει, ότι πρέπει να ξεχάσει όλα όσα ξέρει και να γίνει σαν και εμάς; Χρήματα, πτυχία, αξιώματα, επισκοπικούς και αρχιερατικούς θρόνους;
(Μιλτιάδης Βιτάλης, «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες Αγ. Παϊσίου, σελ. 147- 149)